Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Να χωθώ μέχρι την καρωτίδα στα ποιήματα /
Nα κολυμπήσω σε φλόγες που δεν καίνε/
μέχρι οι στίχοι να γίνουν αίμα μου/
τι λες θα σώσω αυτήν την αγάπη;
Και αυτές οι απολήξεις των νεύρων μου /
σακιά με πέτρες και καρφιά/
βάδισμα  σαν κατάδικος /
να σέρνω την κατάρα να μην αγαπιέμαι/

Έτσι να χωθώ στις φλόγες σου/
στάχτη όλα ναι, σκόρπισέ την /

Να γεμίσουν όλα από μαύρη σελήνη
Άγγιγμα.
Να γεμίσουν ανάσες τα στήθη μας/
Άπλωσε τα λόγια σου σεντόνι/
πάνω μου και σκέπασέ με/
κάνει τόσο κρύο εδώ στο σκοτάδι/

Να γεμίσουν τα κύτταρά μου/
Να πλημμυρίσω από σένα/
Τι λες θα σώσω αυτήν την αγάπη;
Λένε, ότι την πούλησες σε ακριβά σαλόνια/
και έλεγες να γίνω για σένα Γυναίκα/Πόρνη/Κόρη/Πόλεμος
πόσους ρόλους ντύθηκα και να ντυθώ ακόμα…
Τι λες θα σώσω αυτήν την αγάπη;

Άθλιες φιγούρες να περιγελούν /
τη φτώχεια μου και τα γυμνά μου λόγια/
Άλλοι πάλι με οίκτο να με κοιτούν/
έτσι αμόλυντη να τριγυρνώ σ’  έναν κόσμο
ένοχο.
Ένοχη η αθωότητα δεν το ήξερα/
και οι απολήξεις των νεύρων μου
σακιά με πέτρες και καρφιά/
Τι λες θα σωθεί αυτή η αγάπη;


Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Πέρασα έναν ωκεανό συναισθημάτων...
λιμάνια, ξέρες, ερημιές με τεράστια ψυχικά κύματα
από τα σπλάχνα της αβύσσου.
Πέρασα σκοτάδια, και ήλιους....
ελπίδες σαν γλάροι να ταΐζονταν από μια 
ήρεμη μέρα γεμάτη τροφή στα χέρια της.
Είδα σκιές να στέκονται χωρίς φωνή,
χωρίς ψυχή, χωρίς άγγιγμα.
Έφτασα ναι ... κάπου
δεν έχει σημασία, δεν είναι Ιθάκη,
αλλά ούτε και το ταξίδι είχε σημασία.
Σημασία είχε μόνο για μένα
ότι το ξεκίνησα
η αρχή μου για το όπου και όταν και αν
με έβγαζε η ψυχή μου σε αυτό που την καλούσε.
[Στ. Θ.]

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Ό,τι και να πεις η ανάμνηση
μαχαίρι κόβει την πνοή μου.
Κράτησε του ανέμου τα λόγια…
υποσχέσεις που δεν  γράφτηκαν σε γράμματα,
όχι.
Άγγιξες μ΄ αυτές το δρόμο που σε παίρνει
Μακριά πάντα για όπου…..
αλλά σε κρατώ, σ΄ αγγίζω όπως τότε
που τα ταξίδια ήταν φυλαχτό


Γίνε ευτυχισμένος….

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Ανάμεσα σε μια απειλή χρεοκοπίας (Again Oh Gosh), σε μια επανάσταση πολυτελείας, (με ένα Allure πουά Αναρχίας), και ένα γύρω γύρω όλοι στη μέση
η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι μας.....
Ένα ποίημα γράφεται τυφλά και ανορθόδοξα στραβά (σαν κατηφόρα)
Μια καύλα που δεν καταλήγει σε οργασμό (αφού το διαδικτυακό παραισθησιογόνο κλέβει Ταυτότητα και Νου )
Ένα ΧΑ να κάνει ελεύθερη πτώση από τα βράχια της Ακρόπολης
Μια καλτσοδέτα να σφίγγει το λαιμό του πάλαι ποτέ (ποτέ ξανά) γιάπη 
Ένα ουρλιαχτό λύκων να σκίζει τη μουχλιασμένη από κλάψες νύχτα
Ένα τρελό κατσίκι να σφάζεται στο βωμό της Πατριδοκαπηλίας 
και η ταξική νεύρωση καλά να κρατεί ..... (άρε Vincent de Gaulejac)
και εγώ και εσείς και οι άλλοι εδώ μέσα .... 
μια υπογραφή 
άλλοτε πλαστή, άλλοτε τρελή, 
άλλοτε ένα copy paste μαζί με δική μας σάλτσα 
άλλοτε κατά προσδοκία φιγούρες film noir 
άλλοτε απλά σκιές
άλλοτε επιτυχημένοι ή ναυαγοί (κυρίως ερωτικοί)
Πλέον, είμαι σίγουρη ότι όλα θα χαθούν και εμείς
κλειδωμένοι στα μπουντρούμια (από μόνοι μας)
θα λέμε....
Το Φεγγάρι επιπλέει στον Ωκεανό;



Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Γράμματα γράφονται εύκολα στη σιωπή. Μετά φεύγουν από το ανοικτό παράθυρο, τα πάντα ...ακόμα και η τελεία.
Ένα από τα πολλά και από τα πολλά που θα φτάσουν ίσως κοντά σου.
Κάποια, θα χαθούν σε παύσεις ανέμων και θα βρεθούν σε αφιλόξενη γη. Ίσως, όμως γίνουν στρώμα να κοιμηθούν αγάπες ορφανές.
Δεν έχει σημασία πια και τίποτα. Τα λόγια είναι λόγια και εύκολα τα σκορπάς....

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Κάθε πρωί περίμενε στην αποβάθρα το τρένο των 7:50 για να την πάει στο γραφείο της.  Κάθε μέρα το ίδιο δρομολόγιο, που ενώ το βαριόταν θανάσιμα ήταν και το μόνο που της έδινε μια σταθερή πορεία.  Δεν ήταν ο τύπος των ανατροπών εκείνη, αλλά αυτές οι άτιμες οι ανατροπές πάντα την ακολουθούσαν συνέχεια και της έκαναν τη ζωή άνω κάτω.    
          Κάθε πρωί, μια σιωπή ξημέρωνε μέσα της και την τράβαγε με το ζόρι να σηκώσει το σώμα της, έτσι μολυβένιο από την κούραση και τη βαρεμάρα και μ΄ αυτήν έφτανε με αργό βήμα στον καθρέφτη της. Με ένα άδειο βλέμμα, ατροφικό από όνειρα, μιλούσε στο αγνώριστο είδωλο του χρόνου λες και ήταν το μόνο που ήξερε ότι θα πάρει από αυτό τουλάχιστον μιαν αλήθεια.  Δυσεύρετη η αλήθεια στη ζωή.  Καμιά φορά, την έπιανε πανικός όταν καταλάβαινε ότι οι ρυτίδες ήταν αναπόφευκτες γρατζουνιές του χρόνου επάνω της, παρόλο που δεν πονούσε.  Πονούν τα άδοξα περάσματα του χρόνου στη σάρκα, αλλά κυρίως, στην ψυχή. Πονούν αυτά τα άδοξα στη ζωή που κυλούν σαν ποτάμι λάβας και τα καρβουνιάζουν όλα στο πέρασμά τους. Αυτά σκεφτόταν μέχρι που έκλεινε την πόρτα πίσω της για να φύγει.  Να φύγει για το συγκεκριμένο προορισμό της και όχι για το πουθενά…..
Τι γοητεία έχει το ταξίδι χωρίς προορισμό!

          Έπιανε μια θέση δίπλα στο παράθυρο ανάποδα στην κατεύθυνση του συρμού του τρένου.  Έβλεπε πιο καλά έτσι τις εικόνες στην διαδρομή της να απομακρύνονται στην καθημερινότητα.  Έφευγαν, όχι πίσω της, αλλά μπροστά της και χάνονταν στο πέρασμα.  Της άρεσε λοιπόν αυτό και ήταν μια ζαβολιά που έκανε στη Μοίρα της.  Να προσπερνά τις στιγμές της κινηματογραφικά!  Γιατί όχι!
          Μια μέρα, η διαδρομή έγινε διαφορετική.  Πρόσεξε ότι στη συγκεκριμένη σειρά θέσης και βαγονιού καθόταν εκείνος.  Ήταν η τρίτη φορά που τον συναντούσε εκεί.  Σκέφτηκε ότι ευτυχώς δεν ήταν η μόνη που κρατούσε σχεδόν εμμονικά μια συγκεκριμένη θέση στο βαγόνι.  Η θέση του ήταν δίπλα στο παράθυρο ακριβώς απέναντί της.  Μια ματιά του και ήταν σαν ένα Καλημέρα που της το προσέφερε σαν ανθοδέσμη.  Τα μαύρα του ίσια μαλλιά γυάλιζαν όταν έπεφτε ο ήλιος επάνω τους και ναι ήταν γοητευτικά τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του. Της φάνηκε ότι της μιλούσε αλλά δεν της μιλούσε πραγματικά.  Έβαλε τα γυαλιά της να μην προδοθεί και γίνει ρεζίλι. «Ω  Θεέ μου τι αμηχανία» και πνίγοντας το κοίταγμα σε μια επιμελημένη αδιαφορία έπιανε τη θέση της, που ως δια μαγείας την περίμενε.
          Η επόμενη φορά άρχισε να έχει την αδημονία της συνάντησης. Έτρεχε να μη χάσει το τρένο των 7:50 και δεν τον βρει.  Έκλεινε την πόρτα βιαστικά και κλείδωνε και τον άσπλαχνο καθρέφτη πίσω της.  Όλα ήταν τόσο ελαφριά πάνω της λες και δεν είχε τίποτα από όσα την κούραζαν και εκείνη η σιωπή, που σκέπαζε σαν ομίχλη πνιγερή το ξημέρωμα, τώρα, συναντήθηκε μ’ ένα τιτίβισμα ενός σπουργιτιού στα πρώτα βήματα του χειμώνα.    
          Δεν μιλούσαν και τα βλέμματα άρχισαν να γίνονται δειλά.  Υπήρχε όμως εκείνος ο απίστευτος μαγνητισμός που δεν τους άφηνε σε ησυχία.  Κοιταζόντουσαν μέσα από την αντανάκλαση του παραθύρου.  Πάλι ένας «καθρέφτης» μιλούσε για αυτούς.  Κάθε φορά, που τα βλέμματά τους συναντιόντουσαν, έπεφταν αμήχανες οι στιγμές και τσάκιζαν τη διαδρομή.  Ρωγμές στα δάχτυλα, στις φλέβες και πάλι το παράθυρο να αποτυπώνει  τις φιγούρες τους για να σώσει την κατάσταση.  Τότε, έκαναν μια νοερή συμφωνία.  Κάθε φορά που θα κοιτούσε εκείνη έξω στο τοπίο της διαδρομής, που απλωνόταν σαν πεδιάδα ονείρων, εκείνος θα μπορούσε να τρέξει το βλέμμα του πάνω της: στα μάτια της, στα χείλη της στο λαιμό της.  Να παρατηρεί την κάθε φλέβα σ΄ αυτόν τον λευκό λαιμό της.  Πιο εύκολα άλλωστε έτσι, καθώς δύο άγνωστοι είναι και  δεν έπρεπε να παραβιαστούν με τίποτα τα όρια της καλά ασφαλισμένης ζωής τους. Δύο άγνωστοι λοιπόν που δεν θα πουν ποτέ την ιστορία τους ούτε καν τα ονόματά τους, γιατί δεν χρειάζεται, σ΄ αυτήν τη ρωγμή της διαδρομής τους, να έχουν ταυτότητα ο ένας για τον άλλον.  Το αναπάντεχο δεν χρειάζεται διηγήσεις μόνο [το νοιώθω] δύο ανθρώπων που αγγίζονται με σκέψεις.
          Είναι η μόνη φορά που η σιωπή,  που την φυλάκιζε κάθε πρωί σε αργό βήμα υπαρξιακού θανάτου, λατρεύτηκε από εκείνη…..


[Μια απλή διαδρομή, μια τυχαία συνάντηση χωρίς ιστορία.] 

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

   Το να πλέκεις παραμύθι με κλωστές αόρατες και ούτε καν με λέξεις δεν είναι εύκολο πράγμα.  Είναι μια μαγεία που μόνο μυημένοι στην κατεργαριά μπορούν να το αντέξουν.

     Κατεργάρα ή σκάνδαλη μπορείς να με πεις ή όπως θέλεις, αλλά όχι ψεύτρα.  Μισώ τα ψέματα γιατί είναι φτηνά και άσπλαχνα.  Το παραμύθι είναι η ψυχή σου, είναι η ψυχή μου. Το παραμύθι είναι μια ιστορία με Αρχή οπωσδήποτε και ένα Τέλος εύπλαστο, αναλόγως του ψυχισμού σου.  Πετάς μια σκέψη  στο νερό - ας πούμε - και αυτή βυθίζεται στην άβυσσο και χτίζει παλάτια.  Εκεί, κατοικούν οι εφιάλτες και οι ενοχές. Οι δε θησαυροί σου φυλάσσονται από περίεργα χωρίς καρδιά πλάσματα.  Τα όνειρα έχουν άλλον προορισμό.  Αυτά κουρνιάζουν σε φτερά αγγέλων που χτίζουν τις φωλιές τους σε δάση που ζουν ξωτικά και νεράιδες και όλου του κόσμου τα αθώα πλάσματα που σκότωσαν οι πλάνες. Το όνειρο δεν είναι πλάνη, όπως καταλαβαίνεις, αλλά ευχή.  Ευχή να παραμείνεις αμόλυντη ύπαρξη από την κάθοδό σου στον Άδη.  Ψάχνεις λάγνο θάνατο σαν πεινασμένη καταστροφή, ένα σαρκοβόρο ηδονής και τρίβεσαι πάνω σε αγκαλιές με λέπια.

     Το να πλέκεις παραμύθι,  από τις φλέβες του μυαλού με αόρατες κλωστές, ανύπαρκτες σχεδόν,  είναι πολύ επώδυνο ξέρεις και θέλει γενναιότητα να μεταγγίσεις κόσμους σε άδεια από γενναιότητα κορμιά.  Είναι επώδυνο, γιατί κάθε φορά μια φλέβα σπάει και χάνεται ψυχικό ρευστό σε ποτάμια που χύνονται σε αβύσσους.

     Είναι προορισμός, του παραμυθιού να σε μεταμορφώσει σε έναν πανέμορφο ρόλο, να σε μυήσει στην αλήθεια σου που την γεμίζεις συνέχεια με δικαιολογίες και αφορισμούς. Είναι μύηση το παραμύθι και ιέρειες οι υφάντρες του.  Είναι το ταξίδι που θα κάνεις από παιδί μέχρι τη δύση της ζωής σου.  Σου γεμίζει το κοφίνι σου με ταΐσματα για να μην πεινάς. Σε ντύνει με ρούχα  ζεστά αν και όχι πάντα αστραφτερά, για να γίνεις ένας υπέροχος άνθρωπος ή ένα λυτρωτικό τέλος.

Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη.
Δωσ’  της κλώτσο να γυρίσει
Παραμύθι ν’  αρχινήσει!






Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Περί έρωτος {μου} ή σωκρατικά περί ερώτησής {σου}
Απάντηση: Θα σου πω ως ερωτευμένη για τον έρωτα:.... ερωτεύομαι πάντα τον άνθρωπο όχι τον αέρα του έρωτα, πεινάω για συγκεκριμένη στοργή και όχι για απλώματα βλεμμάτων πάνω μου, θα γράψω πολλές γραμμές από άχαρες λέξεις, (άντε να πω ψωνίστικα "ποιήματα"), θα μεταμορφωθώ σ΄ ό,τι ζώο και ηρωίδα με θέλω για να μην γκρεμιστώ και κυρίως να μην γκρεμιστούν οι άνθρωποι που εκτιμώ και αγαπάω, δηλαδή, ακόμα και Μαλφάντα θα γίνω στα μάτια τους, μόνο και μόνο για να τους δώσω το {άλλοθι} στην πίκρα που νοιώθουν. Θα σου πω ότι είμαι πολύ θνητή και εναλλασσόμενη σαν ηλεκτρικό ρεύμα.... ή σκοτώνω ή ανασταίνω, αλλά πάντα ως ερωτευμένη σου γράφω.
και .....
Ο Έρωτας για τον Σωκράτη είναι Ερώτηση.....
σ΄ ερωτώ, σε θέλω, σε κατέχω {γνώση}.
Μοναδικά και με {.}

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Δεν θα 'χεις ούτε μια σταγόνα από μελάνι από μένα.
Λέξεις έφυγαν σαν χελιδόνια να σε βρουν,
αν και ξέρουν
ότι θα πεθάνουν στο βορρά σου.
Τώρα, σταλακτίτες γέμισαν τα πνευμόνια σου
και όσο και να σε φιλούν να παραμένεις πρίγκιπας
βάτραχος ξημερώνεις.
Τους καθρέφτες τους έσπασα από καιρό
σπασμένα κομματάκια ολούθε
και τώρα πια βλέπω χωρίς αυτούς.
Κάθε ξημέρωμα στα γόνατά μου
ακουμπάς το φιλί που μαζεύεις με μαγεία.
Τα χελιδόνια έφυγαν για το βορρά
αν και ξέρουν ότι θα πεθάνουν.
Δεν θα 'χεις ούτε μια σταγόνα από μελάνι από μένα
με δάκρυ γράφω.
[Στ. Θ]

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Όπως η ομίχλη έχει πέσει στη ζωή μου
Χαθήκαμε σ΄ ένα σταυροδρόμι
Από τότε…. αδέσποτη καρδιά
Φτιάχνω παραμύθια
Για ταξιδευτές

Γονατισμένο φεγγάρι
Θυμωμένο κύμα
Ήλιος [μοναχικός] μου
Σου γράφω ποίημα
Να το κάψω σε μάγια
Να το δώσω στο δειλινό
Να το πιείς να ξεδιψάσεις
Στοργή.

Κλείνω τα μάτια μου
και η ομίχλη ρουφάει τα όνειρα
που έκλεψα από ένα αγόρι.
Του είπα ψέματα
ότι τον αγαπώ
και εκείνο μου έδωσε
την κέρινη καρδιά του

Γδέρνεται το πετσί μου
από ά-πνοες ανάσες.
και κρατώ  την παλάμη σου
σαν βρέφος ανυπεράσπιστο
στην καταιγίδα
και ρωτάς
γιατί ακόμα κρατώ
την κέρινη καρδιά του
την κέρινη καρδιά του.

Θάλασσα με αποκαλείς….
Ταξιδευτή που ήρθες
να με πάρεις,
κράτα με γερά να
μην χαθώ στη γη σου
που συντρίβει τα σπλάχνα μου.
Τόξο το κορμί
τρέχει ποτάμι ηδονής
και σπάει η κέρινη καρδιά
σε χίλια θραύσματα
σκόνη μνήμης.


Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Μάτια με σιωπή..

Φόβοι απλώθηκαν!
Πάγωσαν το αίμα.
Αγάπη σε φοβήθηκα!
Τριαντάφυλλο με αγκάθια.
Άστρο απόμακρο….
Πλανεμένο όνειρο,
του πάθους δίψα.
Τον χρόνο τον κυλώ,
Το ίχνος μου το σβήνω…
Μη με ακολουθήσει η ενοχή,
που στα μάτια μου η σιωπή
προσπαθεί τη λάμψη σου
να σβήσει...
και έτσι σε φιλώ... τυφλά!


Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Να τολμάς να καις σελίδες πάνω σε μια ζωή άκυρη. Nα ζεσταίνεις την ψυχή με ματωμένα ποιήματα και να μην μπορείς να ψελλίσεις  το όνομά της.  Ενώ, να τσαλακώνονται οι στιγμές της και εσύ να μεθάς λύπη που σε ποτίζουν τα ξενύχτια σου.  Να τολμάς να καις στιγμές της σε μια ζωή άκυρη και η τελεία να πέφτει σαν μουτζούρα από σινική μελάνη πάνω σε υποσημειώσεις ενός κεφαλαίου σαν μυθιστόρημα.  Ήθελες να της γράψεις πάλι σ΄ αγαπώ, αλλά η παραγγελιά της ήταν να μην το κάνεις.  Έπεσε σαν μουτζούρα η τελεία πάνω στα τσαλακωμένα δάκρυα....  Ξέρεις ποτέ δεν διαβάζεται καθαρά η Αρχή, οπότε, το Τέλος γκρεμίζεται στην ιστορία αυτή.  Αύριο, ένα ξημέρωμα θα τραφεί από τα ψίχουλα των ονείρων.  Ο πόλεμος είναι πάντα μισητός στα σπλάχνα μου, αλλά και πάλι πως να ζω σε μια γονατισμένη ελπίδα; 

Να τολμάς να καις το [σ΄  αγαπώ] και  η φωτιά να φωτίζει το δρόμο το βράδυ.  Στις πόλεις υπάρχουν πολλά φώτα, αλλά δεν βλέπεις παρά βιτρίνες.  Η αγάπη δεν πουλιέται, δεν θαυμάζεται, δεν αποθηκεύεται σε ένα μήνυμα κινητού.  Την πίνεις και αυτή κυλά στην καρωτίδα σου σαν ποτάμι.  Η αγάπη δεν κρεμιέται  σε πλούσιες ντουλάπες. Η αγάπη κουρνιάζει στα γόνατά σου τα ματωμένα και τα ξεπλένει από τη σκόνη και το αίμα.
Η αγάπη είναι απάντηση…..

-Θα με σηκώσεις άμα πέσω χαμηλά;
-Ναι


[.]

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Οι άνθρωποι περισσεύουν στο ίδιο τους το πετσί.  Δεν είναι χορτάτοι. Κορεσμένοι  είναι από πληθώρα [τίποτα] που γεμίζουν την αλαζονεία τους.  Ναι. περισσεύουν.  Ελάχιστοι ξέρουν τι είναι να είναι αδειανή η ζωή τους από το κατασπάραγμα αυτό.  Κάθονται σιωπηλές σκιές και κοιτούν τον ουρανό και ίσως, να ζητούν αυτό το κάτι.  Αυτό το [κάτι] που θα τους ντύσει αγάπη, συμπόνια, ανθρωπιά..... απλά στοργή.  Οι άνθρωποι περισσεύουν στο πετσί τους, δεν χωρούν, δεν βρίσκουν, δεν μπορούν να νοιώσουν [τίποτα].  Είναι οι ίδιοι ένα Τίποτα.  Μια μαύρη τρύπα στο Σύμπαν που λέγεται Άνθρωπος. 



[Αφηρημένες σκέψεις]

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Μελάνιασαν τη χείλη σε κρύα μονοπάτια σκότους.
Γδάρθηκαν τα χέρια, καθώς τυφλά και απεγνωσμένα
έψαχναν να φάνε τα σκορπισμένα ψίχουλα στοργής.
Φλέβες έτοιμες να σπάσουν από απόγνωση και απελπισία,
Ζητιάνοι ακούστηκαν να εκλιπαρούν να ντυθούν βασιλιάδες.
Άδειες ψυχές και γεμάτα στομάχια από εδέσματα σκουληκιασμένα.
Τέτοιο τραπέζι έχει η κόλαση.
Ιδρώτας να τρέχει σαν καταρράκτης αγωνίας
Και γυμνοί να τρέχουμε σαν ελάφια στο δάσος του πάθους.

Ποδοπάτησα κάθε εξουσία του μυαλού σου πάνω στο κορμί μου
και έσκισα με λεπίδες τα σεντόνια της αμαρτίας μου.
Τώρα, σε βρήκα κρυμμένο παιδί στη σκοτεινή άβυσσο
Φοβισμένο ξημέρωμα, λυπημένη νύχτα.
Γκρέμισα την κερκόπορτα του απροσπέλαστου μυστικού σου.
Πολέμησα, ηττήθηκα στα σκοτάδια και νίκησα ουρανούς σου.
Τώρα, σε βρήκα ύδωρ σ’ ένα κόκκινο ποτάμι μίσους.
Τέτοια, διασχίζουν τα λιβάδια της αβύσσου,
Πελώρια τα δέντρα πνίγουν το φως πριν φτάσει γη.

Μελάνιασαν τα χείλη σε κρύα μονοπάτια σκότους.
Γδάρθηκαν οι παρθένες ξυπόλητες σε χορούς μεθυσμένους.
Ζητιάνοι ακούστηκαν να εκλιπαρούν να ντυθούν βασιλιάδες.
Τέτοιο βασίλειο έχει ο Άδης.
Κουρελιασμένος και εσύ, τυφλός περπατάς σε άδειους δρόμους.
Έρημους από ευτυχία και δροσιά.
Καίγεσαι/ Καίγομαι σε ανύπαρκτες φλόγες.
Και γυμνοί Αλήθεια, όμοιοι να είμαστε κοντά,
ο ένας μέσα στον άλλον, κουβάρι τα φιλιά μας,
να ζεσταίνουμε τα παγωμένα χέρια που κρατούν
τις ξεριζωμένες  καρδιές μας.
Τέτοια ψυχή έχει η Μοίρα μας
Απόκληροι από ευτυχία, αλύτρωτοι από αγάπη.


[Άτιτλο]


  

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

«Δεν απέμεινε και  τίποτα σήμερα…», γύρισε και της είπε με μια ήρεμη φωνή, ίσως λυπημένη.  «Θα σου διαβάσω όμως το βράδυ,  τον Καπετάν Μιχάλη που σου αρέσει από το βιβλίο του Καζαντζάκη».   Τα μάτια της καρφωμένα στο ταβάνι, ήταν σαν να μην έδινε σημασία στα λόγια της κόρης της, αλλά τα άκουγε όλα.  Τα καταλάβαινε όλα.  Οι παλάμες της σφικτές σε γροθιά έκαναν τις λεπτές εύθραυστες φλεβίτσες της να είναι πορσελάνινες, έτοιμες να σπάσουν, σαν μεταξωτές κλωστές έμοιαζαν. 
«Δεν απέμεινε τίποτα ιδιαίτερο σήμερα από τη μέρα μου μαμά.  Κάτι σπασίματα λεπτών στο γραφείο, κάτι αδιάφορα βλέμματα ανθρώπων στο δρόμο μου και που και που έσκαγε και μια μυρωδιά από καμένη καραμέλα στην ατμόσφαιρα.  Σου αρέσει η μυρωδιά της καραμέλας;»
Τα ματάκια γύρισαν και την κοίταξαν.  Άκουσε την κατάλληλη λέξη «καραμέλα».  Παιδί κατοχής, της είχε μείνει η γεύση.  Η μυρωδιά που ερχόταν από το παράθυρο,  αλλά που δεν γευόταν κανένα παιδί στον τότε καιρό της Κατοχής.  Μια φορά, ένας στρατιώτης γερμανός, που πέρασε από μπροστά από το σπίτι τους, κάτω στον Πειραιά κοντά στο λιμάνι και  ζήτησε νερό από τη μάνα της, της πρόσφερε μια καραμέλα, αλλά εκείνη πολύ μικρούλα και τρομοκρατημένη δεν την πήρε.  Μάλλον εκείνη την καραμέλα πρέπει να θυμήθηκε.
«Λοιπόν, αν φας όλο το φαγητό σου το βράδυ θα σου δώσω merenda.  Αν φας, καραμέλα  θα σπάσουμε τα δοντάκια».  Ποια δοντάκια …τα ελάχιστα που τις είχαν απομείνει.
Δεν της άρεσε η αντικατάσταση της λιχουδιάς. Την καραμέλα ήθελε εκείνη και γύρισε τα μάτια στο κενό της και οι γροθιές σφιχτές σαν να κρατούσαν πολύτιμο θησαυρό.
Πονούσε η μέση της και η κούραση βελόνες έμπηζε στο σώμα της.  Πονούσε πολύ αλλά πιο πολύ μέσα της.  Είδε το πιάτο που κρατούσε στα χέρια της και μονολόγησε «δεν έφαγε σχεδόν τίποτα πάλι».
Δεν απέμεινε τίποτα.  Ούτε φως, ούτε σκοτάδι. Μια ευθεία διαδρομή χωρίς εναλλαγή στα χρώματα.  Ούτε σκιές υπήρχαν, ούτε καν αυτές  κρατούσαν παρέα.  Μόνο η σιωπή μέσα στο σπίτι απλωνόταν σαν δίχτυ αράχνης που σκέπαζε κάθε ήχο απ΄ έξω. 
Ήρθε η νύχτα.  Συνεπής στην ώρα της, συνεπής και εκείνη για το βραδινό της μητέρας της «της μικρής» όπως την αποκαλούσε στους φίλους της. Ήταν η μικρή της. 
«Θα το φάμε όλο τώρα εντάξει;  αλλιώς σοκολάτα δεν έχει». Τα ματάκια σαν μικρά αναμμένα καρβουνάκια την κοίταξαν χαμογελαστά.  Έλαμπαν από την προσμονή της γεύσης του γλυκού εδέσματος. Τι όμορφη εικόνα αυτά τα χαμογελαστά ματάκια γεμάτο έκφραση, πόσο τις έλειπαν.  Ήταν μπουκιά οξυγόνου να την βλέπει να μιλά έστω με το βλέμμα της. Να βλέπει να χαράζει μια αμυδρή έκφραση, μια σύσπαση ρυτίδας στο προσωπάκι της.  Να την βλέπει να νοιώθει.
Έφαγε 5 κουταλιές κρεατόσουπας όλο κι όλο και μετά σφάλισε το στόμα.  Δεν υπήρχε άλλη επιλογή παρά να της δοθεί η κουταλιά με την merenda
Η νοστιμιά της κουταλιάς την έκανε ευτυχισμένη μέσα στο λήθαργο της αρρώστιας της.  Κάθε κύτταρο στο κουρασμένο σώμα της ζωντάνεψε από τη λιχουδιά αυτή.  Γύρισε το βλέμμα της, που άλλοτε απλανές μαστίγωνε την καρδιά του παιδιού της, που ήξερε ότι ο καιρός πλησιάζει να την πάρει, και ήταν ένα βλέμμα ευτυχισμένο και με ευγνωμοσύνη.  Η μια γροθιά σηκώθηκε. Άνοιξε η παλάμη σαν λουλούδι που θέλει να το ακουμπήσει η στοργή του ήλιου και άγγιξε το πρόσωπο του παιδιού της.
-καραμέλα;  ψέλλισε ανέλπιστα
-Ναι καραμέλα καλό μου, κοιμήσου τώρα.

Δεν απέμεινε τίποτα.  Ούτε φως, ούτε σκοτάδι.  Μια ευθεία διαδρομή χωρίς επιστροφή πορείας.  Ούτε σκιές υπήρχαν.  Έκλεισε το φως του δωματίου της και ο πόνος στο σώμα, εκεί, επίμονα να την χτυπάει παντού.  Δεν την ένοιαζε όμως.  Ήταν ευτυχισμένη που έστω για μια στιγμή νίκησε το λήθαργο της μάνας της. Μια στιγμή νίκης.  Ναι για μια στιγμή νίκησε το θάνατο, αυτό της έδωσε κουράγιο για ό,τι θα επακολουθούσε….

Το φως έκλεισε και το σκοτάδι κλείδωσε τις σκιές κοντά της.


Το γοβάκι το κρατάει ο πρίγκιπας,
αλλά εσύ μείνε ξυπόλητη να χορέψεις.
Μείνε με γυμνά τα πόδια σου να ακουμπούν τη γη.
Κοίταξέ τον καλά!
Βασικά έχει μάτια κόκορα και γλώσσα φιδιού,
λαιμό λύκου για αυτό και γυρνά μονοκόμματα 
στις στροφές του tango. 
Κοίταξέ τον!
Έχει αποστηθίσει βιβλία και λέξεις
από πληγωμένους ποιητές.
Τους έχει όλους καταβροχθίσει στο μυαλό του.
Θα σου απαγγείλει στίχους με υποσχέσεις
και "μαζί" θα σου ζητάει να τελειώνετε στην κάθοδο
στον Άδη. Εκεί, που σβήνουν οι αστραπές μετά από μανία
πάνω στο κορμί σου.
Για αυτό χόρεψε ξυπόλητη μαζί του,
σαν τσιγγάνα και όχι σαν βασιλοπούλα.
Ψιθύρισέ του ότι είσαι μάγισσα
και ότι καμιά σκλαβιά ερώτων του
δεν σε δένουν μαζί του. 
Χόρεψε όμως με γυμνά τα πόδια
ξυπόλητη.....
αλλιώς, θα κάνει δική του την καρδιά σου
και θα σε κατασπαράξει.
Ξυπόλητη τ
ακούς;
σαν μαγεμένο φεγγάρι.
[Στ. Θ]




Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Πρέπει να ζήσω.

Να σκέφτομαι κάθε ξημέρωμα που γεννιέται στη ζωή μου
και να το ταΐζω παλμούς από την καρδιά  μου.
Είναι τόσο εύθραυστο το ξημέρωμα κάθε φορά
και βυζαίνει με τόση λαιμαργία και λαχτάρα
στιγμές μου, που με πονάει.
Πρέπει να το ακουμπάω
με όση στοργή κυλάει
στις φλέβες μου και οι παλάμες μου
να γεμίζουν δροσιά από τη νιότη του.

Πρέπει να συνεχίσω.
Να γκρεμίζω τους εφιάλτες
που πολεμούν τη γαλήνη μου τη νύχτα
και να σκάψω λάκκους να θαφτούν όλοι.
Πρέπει να συνεχίσω να σ΄αγαπάω
ακόμα και αν σκιά έγινες μέσα μου,
να σου φέρνω αυτό το μωρό που γεννιέται για την πλάση.
Να βλέπεις, να αγγίξεις, να οσφραίνεσαι, να νοιώσεις.....
το απαλό του άγγιγμα, έτσι όπως ανασαίνει για
να κρατηθεί από τις ηλιαχτίδες,
καθώς βγαίνει από τη σκοτεινή μήτρα της ζωής.

Πρέπει να ζήσω.

[Στ. Θ]

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Δεν έχω πολλά να σου πω πια….

Ανοίγω σελίδες για να τις γεμίσω μια τραγωδία λέξεων
που οδηγούνται στο γκρεμό.
Κάθε μέρα ένα ταξίδι
να σε βρω…
για να σε πυρπολήσω και να σε βυθίσω.

Μανιασμένα τα κύματα στη σκέψη...
Σε μια θάλασσα που είναι κόκκινη
από αίμα. Το δικό μου!
Και διψά ο Ποσειδώνας και διψούν
οι γοργόνες και τα πλάσματα του βυθού
από τις ψυχές μας.
Και αν αυτές οι σελίδες στέκονται σφυρηλατημένες
από ατσάλι του πολέμου
είναι γιατί διψά η ψυχή για εκδίκηση.

Κάποτε, σε χάιδευα ανάσες και χάδια
αφημένα δάχτυλα να γραπώνονται
από τον πόνο της ηδονής πάνω σου.
«Γράπωσε αγάπη μου», έλεγες, την αρχή μας.
«Γράπωσε δυνατά να μη φύγω από πάνω σου,
να μην φύγει κανένα ξημέρωμα από κοντά μας».

Ανοίγω σελίδες για να τις γεμίσω μια τραγωδία λέξεων
που οδηγούνται στο γκρεμό.
Κάθε μέρα ένα ταξίδι να σε βρω
για να πυρπολήσω το ψέμα σου που
πάνω σ΄ αυτό το λουστραρισμένο σκαρί του
με ταξίδευες.
Διψά ο Ποσειδώνας, διψούν οι γοργόνες
και τα πλάσματα του βυθού
από τις ψυχές μας….

Θα σε συναντήσω λοιπόν
«στο  βυθό»
που έλεγε ο ποιητής εκείνος….
εκεί, που παραλύουν οι προδοσίες
και η άβυσσος να καταβροχθίσει
ό,τι σάπιο γεμίζει την αυτάρεσκη
μορφή σου.

Να φτάσει η ματιά του γερακιού
στο βάθος του ουρανού
και η θάλασσα πάντα κόκκινη
να διψά το ναυάγιο…..
και αυτό το ποίημα να τελειώνει
απότομα όπως ένας απροσδόκητος θάνατος.


Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Η Χιονάτη δεν ήταν ένα απλό παραμύθι. Ήταν μια ιστορία αληθινή,
με το καλύτερο personal management ever. Οι επτά νάνοι δεν ήταν κοντοί. Ήταν όλοι σε μέγεθος πιο πάνω από τους ανθρώπους γιατί έκαναν πολλά, πολλά κατορθώματα και η Χιονάτη ήταν ο ηγέτης τους. Την θαυμάζω τη Χιονάτη, όχι γιατί έσπασε το μαγικό καθρέφτη και εξόντωσε την κακιά ζηλόφθονη βασίλισσα μητριά της, αλλά, γιατί έσπασε το καλούπι του αθώου κοριτσιού και μπήκε στο μαγεμένο δάσος να χαθεί από τις νόρμες. 
Εκεί, βρήκε ότι το παραμύθι γίνεται για να το αντέξουν οι άλλοι, oi απλοί απλοϊκοί θνητοί, αλλά εκείνη ήταν ......απλά "εκείνη". Μια ενοχική αθωότητα!. Τι αντίφαση ε; 
Οι 7 νάνοι την βρήκαν για να τους βάλει σε μια σειρά, γιατί το αθώο πρόσωπό της καθρέφτιζε φως και αλήθειες. Αυτή ήταν η δύναμή της, αλλά και η κατάρα της.
Δεν ήταν παραμύθι η Χιονάτη, ήταν μια αλήθεια που θα εξελισσόταν χρόνια μετά σε μια άλλη κοινωνία, σ΄ ένα άλλο σύμπαν. Ήταν pioneer η Χιονάτη και ο Πρίγκιπας; Χαμογελώ. Ήταν απλά ένας ωραίος που μπήκε για να κάνει κάτι πολύ χειρότερο από το να της δώσει να φάει το δηλητηριασμένο κόκκινο μήλο. Τη φίλησε για να της κλέψει τη καρδιά της που κοιμόταν στο θάνατο. Τη φίλησε να σκλαβώσει το φως και την αλήθεια της, να την πάρει από τον αιώνιο ύπνο και να την κάνει δική του. 
Δική του.


Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014



~Ξέρω ότι όταν φοβάσαι δεν μπορείς να ψελλίσεις μια λέξη καν. Παγώνουν στα χείλια σου οι λέξεις και όταν κατέβουν από τις φλέβες σου, μάλλον για να δραπετεύσουν, αγκυλώνονται στις ρίζες των δαχτύλων σου που χτυπούν μηδενικά το πληκτρολόγιο. Κάποιο πληκτρολόγιο τέλος πάντων.
Έτσι, μπαίνεις στον κόσμο των κειμένων  άλλων ανθρώπων και γίνεσαι ένα με το πνεύμα τους, γιατί αυτοί τολμούν να σπάσουν τις πέτρες "φράκτες"  που καθηλώνουν τις πνοές τους.  Ρουφάς τα πάντα σχεδόν βουλιμικά, σαν να μη σου φτάνουν οι σκέψεις και μετά ανακατεύεις τα υλικά με μαεστρία ως Chef που είσαι.  Φτιάχνεις συνταγές και μέσα στη φωτιά  ψήνεις γεύσεις γνωστές αλλά πρωτόγνωρες για άλλους.  Δεν ξέρουν ότι διορθώνεις και διορθώνεσαι κάθε φορά.  Μάγειρας απαντάς…. απλά! Μετά, μετράς το χάος που δημιουργείς και δεν σου βγαίνει κανένας υπολογισμός αλγορίθμων…
Γιατί απλά το Χάος διαστέλλεται στο Άπειρο και έτσι που να προλάβεις να ψήσεις εκεί πάνω;  Πόσο μάλλον να απλώσεις ένα παίγνιο πιθανοτήτων, αφού όλα οδεύουν στο μηδενισμό τους.  Σωστά;
Αλλά… έλα που αυτές οι συνταγές σου λυτρώνουν τον ουρανίσκο του έρωτα, του όποιου και προς όποια…. έχει σημασία;  Όχι.  Ένας μάγειρας απλά μεθάει τις αισθήσεις και τον ερωτεύονται για αυτό….. δεν τους ενδιαφέρει το πώς φτιάχτηκε, παρά δοκιμάζουν με τα ακροδάχτυλα του νου τους το καλο- σερβιρισμένο menu και το αποτέλεσμα που αφήνει στις φαντασιακές αισθήσεις τους.  Και από αποτελέσματα ξεπερνάς ακόμα και το Χάος.
~Ξέρω ότι όταν θυμώνεις ζαρώνουν και πάλλονται οι ρυτίδες γύρω από το χάρτη του προσώπου σου και ξέρω ότι, όταν με μισείς, όπως και όταν με λατρεύεις, είσαι έτοιμος να δακρύσεις.
~~~~~~~~
~Ξέρω όσα δεν μπορείς να φτερουγίσεις σ΄ αυτές τις φοβέρες κουβέντες που μένουν ανομολόγητες και φυλακισμένες στο στόμα σου και καταπνίγεις τις πνοές σου λες και προτιμάς να τις πνίξεις παρά να τις σώσεις. Και … μετά από ένα μεθύσι, κουρασμένος-κουράζει το μαγείρεμα της ζωής το ξέρω- σου έρχεται να γράψεις παρακαλητά  ~ΤέΛος~ και αυτό, σαν να παραπατάει από το σκοτάδι σου, πέφτει σε κοιμισμένα σύννεφα.  Γεμίζεις μίσος την κοιλιά τους και αυτά έτοιμα σπέρνουν αστραπές που χτυπούν τη γη σου.
~~~~~~~~
Οπότε αν αθροίσουμε τις λέξεις –ασύντακτες φυσικά-  Έρως, Αρχή, Τέλος, ο άγνωστος Χ θα ισοδυναμεί με το Χάος στο ΄[Ά]πειρο;
Αυτά έχω να σου παραπονεθώ και ας μην [παγώνει] ο χρόνος στο μάταιο μας.


[Η εξίσωση μιας συνταγής υπό έρωτα]

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Τελικά, μόνο οι λέξεις που αφήνω πάνω σε αόρατα χαρτιά με λυτρώνει. Oύτε η βροχή η φιλένια, ούτε καν η σοκολάτα.
Ούτε ο θυμός με λυτρώνει, ούτε η αγανάκτηση με αποδεσμεύει από το "νοιώθω".
Τελικά, πιστεύω ότι, αν δεν γονατίσεις στη ματαιότητά σου και αν δεν κλάψεις για το αναπόφευκτο της ανατροπής, τίποτα δεν σε λυτρώνει.....
Τελικά,
η ασυνέχεια του χρόνου θα με ξαναγεννήσει ένα σπλάχνο [του] με defaut και
όσο για το "νοιώθω", αν με ρωτήσεις πάλι για αυτό το ρήμα, θα σου απαντήσω
"πρέπει", αλλιώς δεν θα βελτιωθώ.


με νοιώθεις;

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Δεν έχω κάνενα σημάδι επάνω μου, μόνο από εκ γενετής
οι μοίρες έγραψαν ευχές και κατάρες
και έτσι όταν απογυμνώνομαι
αυτά διαβάζονται απο τη ζωή μου......
και από κάθε άγγιγμα.



Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

~Αυτό που αγαπώ στα νιάτα είναι αυτή η ορμή της σοφίας που αναβλύζει η καρδιά τους όχι τόσο η σκέψη τους.
Σαν μια πηγή αστείρευτης σοφίας, γιατί τα νιάτα είναι σοφά.  Σας ακούγετε περίεργο, αλλά έτσι είναι.  Οι νέοι έχουν ατόφια την ελπίδα μέσα τους, δεν την αλλοιώνουν ακόμα με ψεύτικες προσδοκίες.  Νομίζετε ότι ζητούν τα πάντα. Δεν ζητούν γιατί απλά ξέρουν ότι θα τα βρουν.  Θα βρουν τρόπο να ξετρυπώσουν μια δειλή αχτίδα ελπίδας από ένα μικρό άστρο του ουρανού τους.  Για αυτό αγαπούν το ξενύχτι.  Ψάχνουν μέσα στο σκοτάδι αυτό που εμείς μεγαλώνοντας το θάβουμε καλά στα σκοτάδια της ζωής μας.  Αν σε κοιτάξουν κατάματα θα δεις στο βλέμμα τους μόνο στοργή.  Εμείς στοργή δίνουμε μόνο στα βλαστάρια μας…. Ω ναι ελάτε ας είμαστε ειλικρινείς.  Μιλάμε για τα νιάτα, μόνο αν έχουμε γεννήσει. 
Λοιπόν, δεν έχω γεννήσει, αλλά νοιώθω κάθε βλέμμα τους να με ντύνει στοργή, απορία, ερώτηση.  Διψάνε τα νιάτα να μάθουνε το γιατί…. 
Που να απαντήσεις ένα τόσο τεράστιο και με ειδικό βάρος γιατί!  Γιατί ο πόλεμος, γιατί η πείνα, γιατί η αδικία, γιατί η προσδοκία του κέρδους και της επιτυχίας στο σχολείο, γιατί …..
Εμείς είμαστε σοφοί;  Νομίζω πως όχι.  Γνώστες συνταγών ζωής βεβαιότατα είμαστε, αλλά όχι σοφοί.  Η φύση η ίδια έχει σοφία γιατί είναι ελεύθερη και αυθόρμητη.  Εκεί ξεκινάει και η διαστρέβλωσή μας.  Ελευθερία δεν σημαίνει μόνο Αναρχία.  Δεν σημαίνει το δικό μου….είναι ο νόμος, ο κανόνας, ή καλύτερη θρησκεία, η καλύτερη δυναμική ……
Δεν είμαστε σοφοί, γέροι είμαστε και ας έχουμε ακόμα δυνατά τα κύτταρα μέσα μας. 
Η νεότητα στη σάρκα παρατείνετε στο πνεύμα όχι! Για αυτό θαυμάζω τα νιάτα, μέχρι και αυτά να χαθούν στο λαβύρινθο που δημιουργούμε για να λέμε ότι ζούμε με αδιέξοδα.  Και έχουμε  αδιέξοδα επίκτητα και μη, αδιέξοδα που επιβάλλονται από άλλους και μη.    Αχ όχι μην το πάτε στη διακυβέρνηση τώρα.  Σας παρακαλώ, όχι αυτή τη φορά.  Πάρτε έναν καθρέφτη καλύτερα και κοιτάξτε κάθε σημείο του ψυχικού σας σώματος και μετρήστε τις ουλές πάνω του.  Όσες και αν είναι δεν υπογράφουν σοφία.  Υπογράφουν πόνο, αφαιρετικότητα ονείρων, κυνισμό, απαξίωση, ματαιότητα και μιζέρια και πάνω από όλα έναν  ΤεΡαΣτιΟ φόβο.  Φόβο έχουμε.
Τα νιάτα λοιπόν έχουν σοφία γιατί αναβλύζουν ελπίδα, αναβλύζει από την καρδιά τους, όχι από τη σκέψη τους και προχωρούν.  Προχωρούν και κάποια από αυτά έγιναν και θα γίνουν Pioneer.

……και συνεχίζω να μαθαίνω από αυτά.

~Η δίψα για ελπίδα.~


Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

26/8/2014

Όλοι μιλάνε για τις γυναίκες ....έχουν κάποια επέτειο, λένε σήμερα.....

Εγώ λέω ότι γεννήθηκα Άνθρωπος με Ψυχή, Αίμα και Σκέψη. Παρόλα αυτά, ακόμα και σήμερα, που και που ακούω ότι "πρέπει" να αποκτήσω τίτλο έγγαμης. Να αποκτήσω παρελθόν και ας χωρίσω μετά, αλλιώς οι Άντρες θα με φοβούνται ως Άτομο ειδικών αναγκών.
Ακόμα και σήμερα η γυναίκα δέχεται την πίσω σκέψη της αναπτυγμένης, μορφωμένης και χειραφετημένης κοινωνίας και ακόμα και σήμερα η Ανύπαντρη που πλησιάζει τα 40 λέγεται Γεροντοκόρη.

.....και το πιο ίσως κωμικό της γυναικείας χειραφέτησης είναι να "ακούω" πάρα πολύ συχνά και χρόνια τώρα επιστήμονες γυναίκες με καριέρα να λένε σε γυναικοπαρέες "να παντρευτώ ένα μαλάκα να κάνω παιδί και ας χωρίσω" και φυσικά το κάνουν πάρα πολλές και ντύνονται ένα ωραίο πακέτο γάμου με την αδρά χορηγία των γονέων τους!!!!!! .
Πόσο τραγικά αντιφατική η εξέλιξή μας.....

Λοιπόν....
Δεν έχω Παρελθόν.  Δεν έχω Μέλλον.  Έχω αυτή τη σάρκα και το Τώρα.  Αυτό το ανεκτίμητο Τώρα!

~Σκέψεις από το Ράφι~.

Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Μάκραιναν οι μέρες μακριά, χωρίς είδησή του.  Μάκραιναν και οι νύχτες χωρίς την ανάσα του.
Καθόταν πολλές φορές στην άκρη μιας παρατημένης προβλήτας εκεί καθισμένη σε μια σκουριασμένη μπίντα στον ντόκο που έδεναν τα παλιά αγκυροβόλια.  Πλοία πια δεν ακουμπούσαν το σώμα της προβλήτας.  Ήταν πια μόνη.  Μόνη σε μια ξεχασμένη προσδοκία να έρθει από τη θάλασσα η συντροφιά του.  Η θάλασσα και εκείνη πάλι, όπως και η προβλήτα λατρεύτηκαν από ταξιδευτές.
Άκουγε το κύμα να παφλάζει στις ρίζες της και να ριγεί  η καρδιά της από λύπη και μια γλυκιά θύμηση ενός παιδικού μύθου.
Ερωτευμένα ζευγάρια πιο πέρα, με σφιχτές παλάμες να κρατιούνται, σώπαιναν στο τραγούδι του βυθού της και ο άνεμος, αχ αυτός ο απαλός αλμυρός άνεμος ανακάτευε τα φιλιά τους με τη μοίρα.  Ένας ψαράς πιο πέρα έριχνε το αγκίστρι του για να πιάσει όχι ψαράκια αλλά τα μυστικά της.
Όλα σιωπηλά ήταν γύρω της.  Ο ήλιος βυθιζόταν στην αγκαλιά της και από την ένωση αυτή έβγαινε ένα μενεξεδένιο δειλινό, που όλα έχαναν γύρω της την αληθινή υπόστασή τους και έγιναν παραμύθι.
Ήρθε και η νύχτα και ακόμα στεκόταν εκείνη  σ΄ αυτήν την προβλήτα. Τα φώτα των πλοίων στο βάθος του άγνωστου ορίζοντα έμοιαζαν σαν μικρά φαναράκια ενός δρόμου που τράβηξαν τα χελιδόνια.  Μάκραιναν οι στιγμές και οι παλμοί της.  Όλα φαινόντουσαν σαν ένα σταμάτημα χρόνου και αυτό το αλμυρό αεράκι, εκπνοή της θάλασσας μπέρδευε τις μνήμες και τις λέξεις που ταξίδευαν πάνω σε άγραφα κορμιά χαρτιού….
Πάνω σε μια ξεχασμένη προβλήτα από αγκυροβόλια ζωής, στεκόταν με τις ώρες και περίμενε να ζωντανέψει το παραμύθι τους.  Πολλές φορές την άγγιζε το δειλινό σαν ένα παιδί που ήθελε να παίξει μαζί του και να την κάνει να ξεχάσει πως εκείνος δεν θα έρθει.  Κάποιες φορές το κατάφερνε, μάλιστα χαμογελούσε στο παιδί του ορίζοντα.   Χανόταν στο δειλινό της και το αλμυρό, αχ αυτό το απαλό αλμυρό αεράκι της θάλασσα την έκανε να ανασαίνει το άρωμα της αγάπης της.

~Η προσμονή.~  


Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Κανείς από τους δύο δεν γνώριζε ότι το παιχνίδι είχε ξεκινήσει ερήμην τους.  Νόμιζαν ότι ως παίκτες θα όριζαν και τους κανόνες.  Άρχισαν να κρύβονται μέσα σε ομίχλες και λέξεις που ούτε πρόταση δεν σχημάτιζαν για να ολοκληρώσουν την αποστολή τους στην αμφισημία.  Εκείνος πιο λεπίδα, έκοβε τις ανάσες της με ένα βλέμμα του και εκείνη πιο κρυστάλλινη του καθρέφτιζε την άβυσσο.  Κάθε άγγιγμα πάνω στα κορμιά και στη σκέψη τους ήταν σαν μικρά μυρμηγκάκια που κουβαλούσαν κομμάτια ηδονής στα κορμιά τους.  Ποτέ δεν είχαν καταλάβει, ούτε εκείνος, αλλά ούτε και εκείνη, ότι το παιχνίδι ήταν οι ίδιοι και φυσικά με τίποτα οι παίκτες του.  Άλλοι ήταν οι παίκτες και αυτοί τα πιόνια ή το στοίχημα.
Αυτή ανίχνευε, ωστόσο,  κάθε σημείο επάνω του, όπως το λακκάκι που κρεμόταν στο γκρεμό του αχνού χαμόγελού του, αυτού που σχηματιζόταν σαν υποψία νίκης στο παιχνίδι του.  Απομνημόνευε κάθε ρυτίδα στο κούτελό του για να μπορεί να διαβάζει τις σκέψεις του.  Έλεγε, στο μέσα της, ότι κάθε μια από αυτές τις αυλακιές την οδηγούν στην ψυχή του.  Τον διάβαζε συνέχεια, τον καθρέφτιζε συνέχεια.  Τον θαύμαζε έτσι που αυτός ξεγλιστρούσε σε ρόλους ανέγγιχτους από σκηνοθεσία.  Τον λάτρευε σαν δάσκαλο,  σαν μέντορα και τον ερωτευόταν σε κάθε περιπέτεια του μυαλού της μαζί του.
Ακόμα και τη μικρή ελιά στο μάγουλό του τη θεωρούσε σαν σημάδι της ιστορίας του. Πάντα ήθελε να τον φιλάει εκεί πρώτα, πριν τα χείλια της, σαν πεταλούδα, ακουμπήσουν τα στεγνά του χείλια. Του άρεσε η δροσιά του φιλιού της. 
Εκείνος, επαναλαμβάνω, έπαιζε σε ρόλους ανέγγιχτους από σκηνοθεσία.  Πότε γινόταν εραστής της και πότε κλέφτης και πότε δικαστής της.  Της έδινε ότι διψούσε η ψυχή της. Το Παιχνίδι.  Γλιστρούσε την αδιαφορία του σαν λεπίδα πάνω στη καρδιά της καμιά φορά με σαδισμό.  Ωστόσο, τη θαύμαζε αυτήν την καρδιά που χτυπούσε δυνατά και με πάθος.  Υπήρχαν φορές που έμπηζε τη λεπίδα των ματιών του για να δει με πόση πίεση θα ανάβλυζε αγάπη.  Αγάπη και πόθο για εκείνον. Πόθο.
Με κάθε άγγιγμά του, μετά, την έντυνε ιερά στοργή γιατί ήταν εντελώς τρωτή στα χέρια του.  Αυτό δεν το άντεχε να το νοιώθει.  Τρωτή σαν μωρό που γεννιόταν από τη γη του, όχι από το σώμα του σαν δικό του αίμα, αλλά από τη γη του.  Εκείνη πάλι του έλεγε συνέχεια ότι ήταν μια θάλασσα, αλλά εκείνος γη την ένιωθε.  Κόρη θαλασσινού, άλλωστε, πως αλλιώς να του το εξηγήσει και πάλι πως αλλιώς να το δεχτεί αυτός, καθώς μόνο από γη γνώριζε, από γη γεννήθηκε.
Το παιχνίδι δεν παιζόταν ωστόσο από εκείνους. Ο νικητής δεν θα έκλεινε την ιστορία τους με το θρίαμβο του τέλους.  Δεν υπήρχε θρίαμβος όταν έπεφτε η νύχτα και εκείνη ανήσυχη σκεπαζόταν με τις σκιές της μοναχικής κάμαράς της.  Εκείνος, πάλι, δεν κοιμόταν παρά σχεδόν ξημερώματα για να φυλάει τα όνειρα να μην χαθούν από την καρδιά της.  Δεν υπήρχε πια ο σαδισμός, παρά μόνο η ανάγκη του να την προστατεύσει από εκείνον.  Είχε γίνει σκιά μέσα στα σκοτάδια της που ζούσε από το αμυδρό φωτισμό της ψυχής του.
Κάθε αυγή την περίμενε σαν ανάσα για μια ζωή που θα ξεκινούσε για εκείνον μακριά από τους πόνους του κορμιού του, αλλά κυρίως πέρα από την αγωνία του να επιβιώσει.  Να επιβιώσει σαν ποιον όμως;  Μέσα σε ποιο ρόλο να ντυθεί αφού όλα πια μέσα του έγιναν ένας άνθρωπος;  Αυτός!
 Έτσι, στην ιστορία αυτή, το παιχνίδι δεν μπορούσε να τελειώσει, καθώς οι παίκτες το άφηναν ατελές. Ήταν ατελής και ο έρωτας και η μοίρα, οπότε δεν υπήρχε ούτε τέλος, ούτε τελεία στις λέξεις που έμεναν μετέωρες σαν φαναράκια πάνω στη διαδρομή τους. Σκιές έγιναν όλα, μέσα στα κλειστά κουτάκια του μυαλού τους.
Γύρισε και τη φίλησε δυνατά στα χείλια και εκείνα μάτωσαν.  Δεν ήταν ο πόνος που την τράνταξε συθέμελα.  Ήταν η δύναμη της λαχτάρας του να μην την χάσει στο παιχνίδι.
Δεν υπήρξε όμως ποτέ παιχνίδι….. μια ατελής ιστορία ήταν, έτσι νόμισαν κάποια στιγμή.

~Η ατελής ιστορία~

  

Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Μια ζωή απούσα. Καταβροχθισμένη/εκλιπούσα/αγωνιούσα.
Ένα φόρεμα αδειανό, που μόνο πάνω του στέκονται απόηχοι....
Κρεμάω όνειρα κάθε βράδυ και στάλες από ιδρώτα.
Σκόνταψα στην πάλη μου με τους δρόμους.
Τώρα, θα πω μια προσευχή για την αναίρεση του χορού μου/
ξυπόλητη με θέλει η συγγνώμη να περπατήσω ....


Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Κανείς δεν ξέρει τι είναι να μην υπάρχεις. Έρχεται ένα γεγονός που σου βάζει στα πόδια αλυσίδες σαν και αυτές που έχουν οι βαρυποινίτες. Απλά κινείσαι σαν μια φιγούρα χωρίς ψυχή, ναι πες και σκιά (πόσο αγαπώ τελικά αυτή τη λέξη) και μέσα στο κελί σου απλά γρατζουνάς γραμμές για ημερολόγιο. Νομίζεις ότι δεν θα φύγεις ποτέ πια από εκεί. Δεν υπάρχεις απλά. Ούτε για τον ήλιο, ούτε για τη σελήνη, ούτε για την αγάπη, ούτε για το γέλιο, ούτε για ό,τι υπόλοιποι νομίζουν ότι ζουν.
Έτσι μένεις εσύ και η σκιά σου. Τελικά έρχεται η σκέψη σου και γκρεμίζει χρόνους, τοίχους πόνους, αλήθειες, ενοχές, ποινές.... σπάει τις αλυσίδες.
Είσαι ελεύθερος.

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Την κοιτούσε, χωρίς εκείνη να γνωρίζει. Είχε φύγει μια μέρα που της είπε ότι πεθαίνει για εκείνη. "Πεθαίνω για σένα....." και θάφτηκε μέσα σε μια σκοτεινή σιωπή έκτοτε. Δεν άντεχε να τη βλέπει μακριά του. Δεν άντεχε να ζει μακριά της χωρίς να ξέρει που πηγαίνει ξυπόλητη στα όνειρά της. Για εκείνον ήταν ένα κορίτσι σε σώμα γυναίκας που κοιμόταν αγκαλιά με λούτρινα κουκλάκια. Εκείνη πάλι δεν μπορούσε χωρίς να τον ξυπνήσει το πρωί πολύ νωρίς. Πάντα το ίδιο μήνυμα "Καλημέρα σήκω, πρέπει να ετοιμαστείς. Φόρα την ωραία γραβάτα που κρέμονται αξιοπρέπειες και prestige και στείλε ένα χαμόγελο να λάμψει η μέρα μου" Πείσμα να τον σηκώνει, να τον ετοιμάζει για τη μάχη του. Τα βράδια πάλι εκείνος αργά πολύ αργά βαθιά μέσα στον κόλπο της νύχτας, της έλεγε "Όνειρα γλυκά". Εκείνη δεν απαντούσε ποτέ. Κοιμόταν. Τότε άρχισε να ζηλεύει τα όνειρά της. Κάθε απόσταση γινόταν πιο σκληρή για εκείνον. Πάει λίγος καιρός που έχανε τις μάχες, τη μία μετά την άλλη. Στην όμορφη ακριβή γραβάτα του και στα ασημένια μανικετόκουμπά του δεν κρέμονταν πια παράσημα νίκης, αλλά χαλίκια. Όλα έγιναν βάρος, ακόμα και η στοργή της, το παιχνίδι της, το χαμόγελό της. Ένιωθε λίγος για εκείνη, που την έβλεπε ηλιαχτίδα του. Σε τέτοια λάμψη που είχαν τα μάτια της που να βρεθούν τα κότσια να την αγκαλιάσει; Μέρα με τη μέρα χανόταν και γινόταν σκιά. Άρχισε να τη μισεί. Τον ταύτιζε με έναν δυνατό μαχητή, αυτόν τον γονατισμένο από τους μηδενισμούς του. Το πείσμα της να τον κάνει να μάχεται, τον αποδυνάμωνε περισσότερο. Ήταν τόσο κουρασμένος.
Την κοιτούσε χωρίς εκείνη να γνωρίζει γιατί την αγαπούσε στον σταυρό που την κάρφωσε όταν η σιωπή έγινε η μόνη λύση......για εκείνον. Ήταν πια ηττημένος, αλλά όχι λυτρωμένος και εκείνη μαζί του και χώρια έγινε θάλασσα.