Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Σεντόνια απλώθηκαν οι μονόλογοι.
σκεπάστηκε η γύμνια μου.
Ω! πόσο ήθελα να αφηγηθώ τη φυγή....
Καταρράκτης τα λόγια να χύνονται από τα μάτια μου.
σε έναν χαμένο παράδεισο γεμάτο σταλαχτίτη.
Υπόγεια τα ποτάμια της Αβύσσου
Ταξίδι μου,
πόσο μεγάλο κάνει τον πόνο η αγάπη!
Πόσο σαν βρέφος αγέννητο κυλά απεγνωσμένα
να μην μείνει στη μήτρα μου.
Μα μ’  αυτά τα λόγια ηττημένη η μέρα
που μετρώ φίλους και εχθρούς και μένα.
Συνθλίβεται η μοναξιά, συνθλίβεται το απρόσμενο
Ω! δεν με ξέρεις καθόλου σου ομολογώ.
Σεντόνια απλώθηκαν οι μονόλογοι
και μ’ αυτά τα λόγια στο λευκό χαρτί απλώνω την ψυχή μου,
σαν μικρό δειλό παιδί, χαμένο σε ένα άγνωστο παραμύθι
Αποκοιμιέμαι.


[Η Αφήγηση]

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

~Πολλές ιστορίες μπορώ να ζήσω σε μια μόνο θα σβήσω~.

Πήρε το κινητό στα  χέρια της. Τα ένιωθε δεν τα ένιωθε έτσι  ξηλιασμένα από το κρύο ενός  χειμώνα σκληρού στα όνειρα. Έγραφε τις  πρώτες λέξεις και τις έσβηνε ξανά.  Δύσκολη παγωνιά σε δύο ψυχές.
Έγραψε πάλι τις λέξεις που έπρεπε να στείλει. Η φλέβα στην καρωτίδα δυνάμωνε από τον παλμό της έντασης.  Κυλάει ένα ποίημα σε αυτήν την φλέβα και είναι τόση δυνατή η ροή του. Πολλά λόγια γράφτηκαν, πολλά χάθηκαν.  Πολλά μαστίγωσαν. Πολλά λυπήθηκαν και τα πουλιά να πετούν στο  Νότο χωρίς φωλιά.  Άκουγε το κελάηδισμα του αποχαιρετισμού τους που έφευγαν χωρίς  ρίζες, μόνο με ανοιχτά πανιά τα φτερά τους σε γαίες μακρινές. Εκεί, όπου το δειλινό θα συναντήσει την αυγή του.
Κοίταξε τον ορίζοντα και τα  μάτια της  χάθηκαν σε αυτόν το μακρινό χρόνο που δεν είχε το τέλος.  Ένα ποίημα κυλάει στις φλέβες στους μεσημβρινούς  των καρπών  της και πάλλεται η καρδιά και τα δάκρυα παγωμένα έφταναν στον γκρεμό των χειλιών της και γίνονταν καταρράκτης.  Δύσκολη η παγωνιά σε δύο καρδιές.
Αποστολή μηνύματος.  Αναφορά ότι έφτασε στο γκρεμό του.  Η νύχτα άχνιζε παγωνιά και φώτα ξένα από τα άστρα και το φεγγάρι.  Πόλεις φωτισμένες  από αλλόκοτες επιγραφές, όπως και οι ζωές των κατοίκων τους.  Κοίταξε την άσφαλτο. Τα πόδια της ακούνητα.  Το μήνυμα εστάλη. Ακίνητος ο χρόνος και η ανάσα της.  Η πόλη μόνη στην πολυκοσμία της.
Μουσική από ένα σπασμένο στίχο πετάχτηκε από το κινητό ενός περαστικού.  Το μήνυμα εστάλη.  Η νύχτα ξένη στον έρωτα. Οι περαστικοί μόνοι και αμίλητοι.  Ζευγάρια σε έκσταση σιωπής.  Όλα ακίνητα.  Πέρασε η  ώρα και  η αυγή  χάραζε μέσα της σαν λεπίδα τα αρχικά του και το μήνυμα στο κινητό έδειχνε στα χέρια της «εστάλη».
Αποκοιμήθηκε σε ένα παγκάκι. Περίμενε να αρχίσει ο ήλιος να της μιλά.  Όλα άρχισαν ξαφνικά σαν όνειρο και τέλειωναν σε ένα αναπάντητο μήνυμα.  Το ξημέρωμα υγρό ανελέητα παγωμένο, απόξενο.  Οι πόρτες άνοιγαν ανθρώπους και θόρυβο πρωινού. Καφές ζεστός απλωνόταν στην ατμόσφαιρα, όλα φυσικά γεμάτα.  Χωρίς μηνύματα, χωρίς λέξεις κατάματα, χωρίς  κενά.  Όλα σε απίστευτη κίνηση γύρω της.  Ο κόσμος, τα γέλια των παιδιών για το σχολείο, κάπου ένα πιτσιρίκι να κλαίει στην αγκαλιά του πατέρα του, ο καφές που άχνιζε στους φοιτητές.  Ένα ζευγάρι φιλιόταν δροσιά που ξεδιψούσε το πάθος τους.  Όλα σε κίνηση και ο χρόνος να θριαμβεύει ροή.....απλή καθημερινή λιτή από λέξεις και μηνύματα που εστάλησαν .
Σηκώθηκε μέσα σε ένα φως από ανθρώπους και ζωή.  Τα παράθυρα  άνοιγαν κούρνιασμα και εκείνος ο καφές, ζεστός και οικείος ήρθε στα χέρια της από εκείνον που δεν απάντησε στο μήνυμα που του εστάλη.  Κατάματα.

Πολλές ιστορίες μπορώ να ζήσω σε μια μόνο θα σβήσω.
-Πάμε
-Ναι.



Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Νυχτώνουν κρύες μέρες μέσα μου, γύρω μου, στα μάτια του.
και η ησυχία των δέντρων, μένει να δέσει το άκυρο τοπίο της ζωής μου.
Νυχτώνουν και στα ακροδάχτυλά μου τα χαμόγελά του,
τα όνειρα κουρνιάζουν στην αγκαλιά μου.
Πέφτουν σαν χάντρες ενός σπασμένου κολιέ τα λεπτά του Χρόνου.
Σκύβω με λαχτάρα να τις μαζέψω πριν χαθούν οι νοσταλγίες.
Μυρίζουν πούδρα και βανίλια ....μου φαίνεται
και αυτό το άρωμα απελευθερώθηκε όταν αποκόπηκαν από το λαιμό μου και σκορπίστηκαν γύρω μου.
Νυχτώνουν και οι απ' αλήθειες στα μαλλιά μου, αυτά τα "σαν μικρά σπασίματα της πραγματικότητάς μου"
και εκείνος σαν ουράνιο τόξο μετά απο την καταιγίδα.
μα τι ηρεμία προκαλεί παραδεισένια.
Σχεδόν όλα νυχτώνουν ξανά και τα φεγγάρια μένουν εκεί πάντα,
στο στόμα του Χάους.
Ζήτησα δώρο ένα ουράνιο τόξο, απόψε και σε κάθε απόψε,
να ξαπλώνουν οι σκέψεις μου σε αυτές τις νύχτες που καίνε
τα δάκρυα των δέντρων.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Σήμερα ξαναπέτυχα πάλι στο τρένο την κοπέλα με τα μάτια ουρανό. Μπήκε μια στάση πριν τον ωραίο αρρενωπό και γοητευτικότατο νεαρό που έχει κεραυνοβοληθεί μαζί της. 
Τον είδα λαχανιασμένο να τρέχει να προλάβει το συρμό μας και δε το βαγόνι μας. Την κοιτούσε τόσο διακριτικά, έτσι ώστε το βλέμμα του να έχει συνέπεια και σοβαρότητα σε σχέση με το δημόσιο χώρο, αλλά προφανώς και να μην τη φέρει σε δυσφορία. Όμως ήταν το βλέμμα του άντρα αετού που χτίζει δυνατή φωλιά στην καρδιά του. Την έντυνε με αύρα θαλπωρής και στοργής. Το όμορφο της ιστορίας είναι ότι το κορίτσι με τα μάτια ουρανό και με μια ατελή φιγούρα στην τελειότητα της μαγευτικής της εικόνας γύρισε και ακούμπησε παρατεταμένα το ίδιο βλέμμα πάνω του. Ένα κοίταγμα φευγαλέο δευτερολέπτων που όμως να είναι δυνατών παλμών και που δείχνει ότι και εκείνη είναι ένας άνθρωπος εξίσου σοβαρός και μετρημένος στις αυθόρμητες εκδηλώσεις του. Χάρηκα τόσο πολύ με αυτήν την κεραυνώδη διάσπαση του γκρίζου μου. Τους ερωτεύτηκα και τους δυό έτσι να πολεμούν το άγνωστό τους.......

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Καμιά φορά πρέπει να φεύγεις από εκεί που δεν προορίζεσαι να φτάσεις.
Πυρωμένες λέξεις να στάζουν τα ακροδάχτυλα και
τι μένει..... να είσαι ακόμη μια χαμένη ανάσα σε τόσο συνωστισμό;
Ω! έρωτα αναπάντεχα ψυχορραγείς
σώπασε, οι τελείες δεν έχουν κρότο.
Η σιωπή πρέπει να είναι ταπεινή ένσταση σε τόσο θόρυβο...
αχ, πόσο γλυκός θάνατος το φιλί σου
και το χαμόγελο να ακροβατεί ανάμεσά μας.
Πες μου, το δηλητήριο του σκορπιού
πόσο λυτρώνει τη μοναξιά;
και οι φλέβες στις παλάμες σου,
πόση από τη μοίρα μου κρατάει;
έχω χρόνο να αποχαιρετίσω το δειλινό μας;
Φώτα πολλά, τυφλώνουν τον προορισμό
αργεί το ξημέρωμα, αργεί και το τέλος.
τι αγωνία να κρέμεσαι στο λεπτοδείκτη του αναπάντεχου.....

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Φανταχτερά αδέξια οι ψαλμωδίες φτάνουν με τον άνεμο μέχρι κοντά μου.
Η παρατεταμένη παραφωνία της σιωπής ακινητοποιεί τη μέρα.
Φανταχτερά αδέξια σκέπτεσαι...της λέω.
"μα όχι" αντιδρά.
Κοίτα, πόσο απαλά, ξημερώνει αυτές τις μέρες. Δεν κάνει παγωνιά.
Γδύσου σαν τα δέντρα που λυπημένα προσκυνούν τον ουρανό και στο κρύο η γύμνια τους μας ζεσταίνει όλους στοργή. Ξέρουν πως πεθαίνουν οι στιγμές χωρίς φωλιά.
Γδύσου και μείνε χωρίς σιωπές.
Οι ψαλμωδίες δεν είναι προσευχές πια για κανέναν. Καμία προσευχή δεν μπορεί να σώσει νεκρές ψυχές. Καμία.
Για αυτό γδύσε το χαμόγελό σου από ειρωνείες.
Φανταχτερά αδέξια σκέπτεσθαι της λέω.....
.....................................
μου χαμογελάει πάντα, σαν τέλος.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Σήμερα, λέω να γράψω για το καρφί πάνω στο φρεσκοβαμμένο τοίχο.
Εκείνο που δεν ξεσφηνώθηκε απο τον τοίχο.
Κάπου υπάρχει νομίζω μια σταγόνα, από το δάχτυλό μου, ακόμα ξεραμένη.
Τι ανάμνηση εκείνος ο άδοξος πόνος....
ούτε ο έρωτας δεν με κάρφωσε έτσι πάνω στο σεντόνι.
Εκείνο λοιπόν το μικρό καρφάκι έμεινε χωρίς τίποτα κρεμασμένο επάνω του,
μάλλον το αίμα μου φταίει.
Ήθελα να δω πόσο κρατά ο πόνος εκεί πάνω στον άδειο τοίχο.
Πάντα το πλησίαζαν ωστόσο οι σκιές ....
το προσκυνούσαν σαν ένα βωμό θυσίας.
Είναι περίεργο πως ένα καρφάκι να μένει έτσι, χωρίς ουσία,
πάνω στον φρεσκοβαμμένο μου τοίχο.
ή μήπως το αίμα μου το ξεραμμένο έγινε στις σκιές ιερό;

[το καρφάκι στον τοίχο]

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Όλη μέρα τριγυρνάω σε έναν κόσμο άγνωστό μου. Γυρνώ με τσακισμένη μέση και κρύα πόδια χωρίς να μπορώ να πετάξω όλη εκείνη τη σκόνη του χρόνου μου. Σε όλα τα κείμενά μου αυτός ο πόλεμος με εκείνον με αφήνει με μια νίκη μείον, μια ήττα συν. Και τι έγινε μωρέ θα μου πεις, εδώ ο κόσμος πνίγεται και εσύ δεν έχεις παρά να συνεχίζεις ένα μηδενισμό που δεν θα αφήσει κανέναν ήρωα;. Σωστά. Δεν μπορώ να διαφωνήσω, αλλά πάλι μου αρέσει να αντιδρώ σε όλα εκείνα που με θεωρούν αυτονόητη. Βλέπεις στη δική μου ζωή τίποτα δεν ήταν αυτονόητο και συνεχίζει να μην είναι. Τίποτα και ίσως, αυτή η σκληρή λέξη της ανυπαρξίας να μου έμαθε να νοιώθω περισσότερο από ό,τι να ερμηνεύω. Περπατώ με ξυπόλητη καρδιά σίγουρα.
Με τσακίζει αυτός ο πόνος στη μέση όμως και η υγρασία βελόνες στην σάρκα μου και όλα μου φαίνονται επαναλήψεις σαν κάτι deja vu, ακόμα και η τρελοκοτσιδού με τα μωβ μαλλιά που βλέπω τα πρωινά νομίζω ότι ξέφυγε από κάποιο παραμύθι. Ίσως είναι ένα ξωτικό ή ένα καλικαντζαράκι που παγιδεύτηκε στο "πραγματικό μου" και δεν μπορεί να επιστρέψει. Ίσως, να ξέρει ήδη ότι μέχρι τα Χριστούγεννα να έχει γίνει σκιά που θα την ξορκίζουν για το καλό του νέου έτους....
Ίσως πάλι να ήρθε για μένα..... να με κάνει να πιστέψω ξανά ότι όλα μπορεί να είναι μια τυχαία συνομωσία του Σύμπαντος.

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015


Εκεί, στο σκούρο βαθυκόκκινο τοίχο σου πεταμένες στις ρίζες του τόσες τσαλακωμένες σελίδες.
Κλείσε τα μάτια και ακούμπησε τον. Παγωμένος σαν αίμα θανάτου.... λένε.
Και οι τσαλακωμένες λέξεις στις σελίδες μιλούν για αυτό που δεν θα ακουμπήσεις ποτέ, το βαθύ έρωτα.
Aυτόν που μόνο επιδερμικά χαιδεύεις, αλλά δεν ξέρεις τι άρωμα έχουν τα χείλια του.
Εκεί, στο σκούρο βαθυκόκκινο τοίχο σου, μένουν οι λέξεις, στάχτες που έκαψα απόψε.

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Κοιμήθηκα πάλι. 
Έγειρε το κορμί μου σαν μολύβι στον καναπέ.
Αφημένο και κέρινο, έτσι  λες και παρακαλούσε ένα θάνατο αλλά μισό.
Ξύπνησα αλλά δεν ξύπνησα σε πραγματικό χρόνο.
Ξύπνησα όμως και μου είχαν αναθέσει μια αποστολή!
«θα πας αυτό το πιάτο με τα τέσσερα κεφτεδάκια και μισό, στον κύριο
με τα σιωπηλά παράθυρα».
Μα! Ρώτησα, τέσσερα κεφτεδάκια και μισό! Γιατί μισό;
«Σιωπή! Αυτή είναι η δουλειά σου και μην τα πετάξεις κάτω».
Πέρασα από ένα μισοσκεπασμένο καθρέφτη μεγάλο και με χρυσή κορνίζα,
φλύαρο σε ξύλινο κέντημα στερεωμένο και κοίταξα τον εαυτό μου:
Ένα λεπτό σε ύφανση  λευκό μπλουζάκι σαν να ήταν φτιαγμένο από νεκρική γάζα  σκέπαζε το σώμα μου επάνω και μια μαύρη πλισέ φούστα μισοσκέπαζε την λεκάνη μου και πρόβαλε τα γυμνά λευκά πόδια, σαν τσουρεκάκια.
και στα πόδια, η γη απο κάτω, επικίνδυνα αφημένη να την καταπατούν........

Θυμάμαι ότι κρύωνα πολύ και πεινούσα. Η διαδρομή τεράστια και τα βήματα...
Ένα ένα - ένα ένα, αργά και νωχελικά.  Αχ και αυτή η ισορροπία να κρατώ τα τέσσερα
κεφτεδάκια και μισό στον πάτο του πιάτου,  μπας και ξεφύγουν σαν μικρά ξωτικά από το πιάτο προς τον γκρεμό της ελευθερίας....
Αχ πόσο πεινούσα! Αχ  πόσο κρύωνα! Αχ πόσο πεινούσα και πονούσα από τη γη που
ξέσκιζε το δέρμα μου σαν ηφαίστειο καιόμενο, σαν πυρετός.
Νομίζω ανέβαινε μέχρι τα χείλια μου που στέγνωνε, που διψούσαν, διψούσαν......
Μονολογούσα.  Είναι δυνατόν τέσσερα κεφτεδάκια και μισό;  Τι το θέλει το μισό;
Γιατί να μην το φάω τώρα που το λαχταρώ, που πεινώ.  Αχ πόσο πεινώ!
Κανείς δεν θέλει μισά πράγματα.  Μισή ζωή. Μισή Ανάσα, Μισό έρωτα!
Ο άνθρωπος πεινάει  για το όλο του.  Τι το θέλει το μισό...... κεφτεδάκι;

Πέρασαν ώρες και εγώ να κρατώ μια δυσβάσταχτη αποστολή.  Ένα πιάτο με τέσσερα κεφτεδάκια και μισό για τον κύριο με τα σιωπηλά παράθυρα.
Σε μια στροφή του διαδρόμου, ίσως να ήμουν σε ξενοδοχείο, απροσδιόριστος ο χώρος,
Η γη....
Σε εκείνη τη στροφή μισοζαλισμένη από την απελπισία μου ένα κεφτεδάκι  κύλησε πάνω μου.
Γεμάτο σάλτσες κόκκινες ήταν σαν αίμα να απλώθηκε από μια πλήγη που δεν προκλήθηκε από το «τίποτα», μόνο από τη δίψα και την πείνα μου. Η ρώγα στο βυζί φύτρωσε προκλητικά σαν να ήθελε αυτήν την ηδονή,  το άγγιγμα! 
Αχ γιατί να μην ήταν εκείνο το μισό κεφτεδάκι;  Αχ  γιατί τόσο μοιραία άδοξη η στιγμή;
Κραυγή ξεπήδησε από  το λαρύγγι μου και διπλώθηκα στα δύο .  Γονάτισα και ακούμπησα το πιάτο στο δάπεδο.  Πόσο πόνος η ματαίωση της πτώσης......
Πόσο άδικο να ξέρω ότι εκείνο το μισό κομμάτι από το ολόκληρο θα μου έδινε ευτυχία και όμως, δεν τολμούσα να το πιάσω και να το καταβροχθίσω. Να ξεπεινάσω, να δροσιστώ από ηδονή και χόρταση και ας ήταν μισό κομμάτι.
Ο άνθρωπος στο Τίποτα πεινά για το μισό, το μισοτελειωμένο, το μάταιο.

Τέσσερα κεφτεδάκια και μισό.....
Ξύπνησα και τα παράθυρα ανοιχτά σε ένα σκοτάδι  ενός κόσμου πεινασμένου, ήταν η Γη μου.  Ήμουν εγώ, εκεί στο Απέραντο του, αφημένη σαν πυρωμένο χώμα.

Ξύπνησα στο δωμάτιο με τα σιωπηλά παράθυρα με τέσσερα κεφτεφάκια και μισό δίπλα μου.

[τέσσερα κεφτεδάκια και μισό]

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Αφυδατωμένες επιθυμίες. Εφιάλτες να σε κατασπαράζουν χωρίς καν να σε αγγίζουν.
Να χτυπάς μπουνιά στον τοίχο και να μετά...
ω! μετά, να απλώνεις μακιγιάζ επάνω σου, να βάφεσαι σαν φτηνός πόθος,
ένα τρένο, μια διαδρομή.
Ένα κρακ να ακούς και να νομίζεις ότι διαλύεται ο σκελετός σου, αλλά οκ είσαι ακόμα εκεί,
πάνω σε μια διαδρομή σε σταθερές ράγες.
Δεν ακούει ουδείς ότι ραγίζεις

και αυτό είναι καλό, ίσως, αλλιώς τι άλλο μένει από τον οίκτο;
Οίκτος η μεγαλύτερη αποδόμησή σου.

[Ράγισμα]

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Αν δεν χαμογελάς στα όνειρα, τότε τι μένει; 
από το [άδειο μας] στην καρδιά, φυγάς να γίνεσαι...
και ποτέ να μην γεράσεις διψασμένος από αγάπη,
όχι αυτή που στάζει στα χέρια σου, σαν ανοιξιάτικο ψιλοβρόχη
αλλά από αυτή, που θα στάξει η δική σου καρδιά
ανάσα στην ανάσα μας.



Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015


Ναι το Φθινόπωρο έρχεται, βιαστικά, ερωτευμένο, διψασμένο από βροχές και δάκρυα.  Ακουμπάει κάθε ένα δέντρο και νοιώθει, νοιώθει που να πάρει (αυτό το γαμημένο ρήμα που σαν κύμα χτυπάει πάνω στην καρδιά μου).  Τα δέντρα μελαγχολούν το Φθινόπωρο και ίσως για αυτό αγαπώ το δάσος τόσο, γιατί μαζί με τα θλιμμένα γυμνά δέντρα δεν είμαι μόνη ποτέ.  Σηκώνω το βλέμμα και τα κοιτώ να προσπαθούν με τις άκρες τους να φτάσουν ουρανό.  Να τον ακουμπήσουν, να μπουν μέσα του.  Το φθινόπωρο έρχεται βιαστικά, σχεδόν λαχανιασμένα να προλάβει την αγάπη πριν ξεραθεί και στερέψει ελπίδα.  Έρχεται πιο διψασμένο και ερωτευμένο από ποτέ.  Πιο ερωτευμένο από κάθε τέλος ενός καλοκαιριού και εγώ ..... εγώ το κοιτώ και αφήνω από την καρδιά μου ένα λευκό περιστέρι να το χαιρετίσει......


https://www.youtube.com/watch?v=hDjtNsPLPK0


Ο μεγάλος ερωτικός είναι στα μάτια αυτών που αφόρισαν τα συμπλέγματα [τους] στα μάτια τους.
και κοιτούν κατάματα τα δικά [μας].

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015



 Με την Κική Δημουλά, (πατρικό Βασιλική Ράδου), την οποία μόνο στα ποιήματά της την έχω συναντήσει - έχω τσακωθεί πολλές φορές μέσα μου μαζί της.   Οι λόγοι ασήμαντοι γιατί δεν έχουν υπόσταση φυσικά, εκτός του ότι με θυμώνει η απαξίωση της σπουδαιότητάς της από εκείνη.  Θύμωσα που τη νοιώθω να γερνάει κάτω από έναν ίσκιο της Θεάς Αθηνάς, δίπλα στο γραφείο μου στην Ακαδημία Αθηνών.  Εκεί λοιπόν, στην δεύτερη τάξη της Ακαδημίας, στην έδρα της Ποίησης μας καταξιώνει ως έλληνες και δε  ως γυναίκες, καθώς έχει ανέβει τα υψηλότερα πέτρινα σκαλιά της διανόησης. Εκεί, μαζί με έναν Βρεττάκο να κρατά το θόλο της Ποίησης. Δεν ξέρω όμως γιατί, αλλά πολλές φορές, την αναιρώ και την ξαναχτίζω μέσα μου.  Δεν αγαπώ όλα της ποιήματά της, αλλά τα όσα έχουν εμποτιστεί μέσα μου, δεν τα νοιώθω απλώς κορυφαία, αλλά  καθαρά μεγαλειώδη.  Και όμως, έχει μια αφαιρετικότητα στην σπουδαιότητα αυτή των έργων της που την κάνει πιο κορυφαία.  Δεν αποδέχεται αυτήν την σπουδαιότητα. Φοβάμαι ότι γίνεται ζωντανό άγαλμα, ενώ εμείς που υποκλινόμαστε στους στίχους της, να διψάμε στην αναζήτηση του μοναδικού λόγου ύπαρξής μας. Νομίζω ότι γίνεται ένα ζωντανό άγαλμα....
Ὅλοι σέ λένε κατευθείαν ἄγαλμα,
ἐγώ σέ πρσφωνῶ γυναίκα κατευθείαν.
Στολίζεις κάποιο πάρκο.
[Το Λίγο του Κόσμου, Κ. Δημουλά]

Με την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, η γνωριμία μας σύντομη και παιχνιδιάρικη (σε μια αποστολή του Ευρω-Μεσογειακού Κέντρου για την UNESCO, όπου ήμουν υπεύθυνη συντονισμού  του συνεδρίου), είχε άλλη γεύση.  Τα μάτια της παιδικά και διερευνητικά έτοιμα να σου ετοιμάσουν την ανατροπή στη σκέψη και μετά να ψάχνεσαι πως είναι δυνατόν αυτό το σπουδαίο μυαλό να είναι τόσο παιδί ακούραστο για Γνώση.  Γιατί αυτό έκανε, σε οδηγούσε πιο πέρα στη Γνώση.  Απλή, εξαιρετικά προσιτή σου άρπαζε το χέρι και σου έλεγε απλά «πως σε λένε; εμένα Ελένη» και γελούσε.  Αυτό μου συνέβη άλλωστε.  Όλοι στο τέλος ζητούσαν να φωτογραφηθούν μαζί της και εγώ σε μια γωνιά την κοιτούσα γεμάτη δέος και άγχος που έβλεπα ότι την κούραζαν και την καθυστερούσαν για να φύγει, γιατί το αεροπλάνο θα την έπαιρνε κατευθείαν πίσω στη Γαλλία, στην Σορβόννη.  Μόλις τελείωσε ήρθε καταπάνω μου και μου λέει «μικρή μου πιάσε μου το χέρι γιατί μαζί θα κατεβούμε τις σκάλες» και έτσι έγινε.  Η ιδιαιτέρα γραμματέας,  η σκιά της που την ακολουθούσε παντού, ήρθε να την πιάσει, αλλά εκείνη με ένα γλυκό τρυφερό χαμόγελο προς  εκείνη γυρνά και της λέει «θα κατέβω με τη μικρή».  Πιάνοντας το χέρι της και προσπαθώντας να σταθεροποιήσω το βηματισμό της έπιασα τις φλέβες που χτυπούσαν παλμούς δυνατούς, πιο δυνατούς από τους δικούς μου!  Όλη ενέργεια.  Με διαπέρασε αυτή η ενέργεια, κάτι θεϊκό μεταγγίστηκε μέσα μου γιατί έτσι μου φάνηκε.  Έτσι είναι οι Σπουδαίοι των Γραμμάτων και των Επιστημών.  Μεταγγίζουν στις φλέβες σου αυτό το Τεράστιο  από το Σύμπαν.  Είναι οι Μύστες μας.
-Πως σε λένε μικρή μου; εμένα Ελένη
-Τίνα κυρία Αρβελέρ
-δεν σου αρέσουν οι φωτογραφίες;
-όχι ιδιαίτερα
-λοιπόν γλυκυτάτη Τίνα, ούτε και μένα...σε ευχαριστώ που με βοήθησες να κατέβω.
Και όμως μια γλυκιά μελαγχολία, κάτι σαν μικρή φωτιά στο ηλιακό μου πλέγμα, με κάνει να νοιώθω ότι στους χρόνους αυτούς.... «Σπουδαίους Μύστες» δεν θα γεννήσει άλλο η Διανόηση.  Γερνούν όλα γύρω μου και κατρακυλούν χωρίς σταματημό σε μια Στασιμότητα του Πνεύματος.  Μια επανάληψη ερμηνειών. Ίσως για αυτό θυμώνω, αν φύγουν και γίνουν Αγάλματα.







Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015


Τα Φεγγάρια μοιάζουν καφέ το Φθινόπωρο και τα λατρεύω πιο πολύ από εκείνα τα πυρωμένα από την κάψα της γης. Μοιάζουν λυπημένα και μόνα, σαν τα δέντρα που απογυμνώνονται σιγά σιγά, καθώς τα φύλλα δακρύζουν στην πτώση τους. Όλοι οι άνθρωποι για μένα είναι δέντρα, με ρίζες που χώνονται βαθιά στο χώμα. Δέντρα που στολίζονται ανθισμένα όνειρα την Άνοιξη. Το Καλοκαίρι ισκιώνουν τις προσδοκίες τους σε έναν ουρανό που γελάει γεμάτο άστρα. Είναι πιο δοξασμένα νομίζω του Φθινοπώρου τα Φεγγάρια, από τους λίγους Μύστες που έμειναν να προσκυνούν ευλαβικά το φευγιό της ματαιότητας στους κάμπους της σιωπής.
Μόνο όσοι υπηρέτησαν το κάλεσμα της σιωπής αυτής γνωρίζουν τη μοναδικότητα των φεγγαριών του Φθινοπώρου.
Έχω πολλά μονοπάτια περπατήσει κάτω από αυτά. Πλημμυρισμένα από ένοχες αγάπες, από άλλοθι και δικαιολογίες. Πολλά και όσα χιλιόμετρα και να σου περιγράψω, ένα τέτοιο φθινοπωρινό Φεγγάρι, έτσι μισοσβησμένο και θολό από υγρασία κορμιών, θα σου ζωγραφίσω, νομίζω τελικά. Καθώς αυτό λοιπόν πασχίζει να φωτίσει το αβυσσαλέο μας σκοτάδι, στέκεται μέσα στα δακρυσμένα δέντρα μας να κρατάει τη διαδρομή που και αυτή ίχνη δεν αφήνει πλέον.
Φυσικά στα καλοκαιρινά Φεγγάρια μοιάζουν πιο λαμπερά όλα, ασημένια και αλμυρά από τα κύματα της θάλασσας στο κορμί μας, αλλά στα φθινοπωρινά θα βρεις, νομίζω αυτό που δεν σου αρκεί, που δεν σου φτάνει, που δεν κρατά μυστικά από τον εαυτό σου. Σε πίνει το φθινοπωρινό φεγγάρι, ολόγιομο πάντα και ας μην έχει δοξασμένες πανσελήνους.

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Έλεγε ο πατέρας μου ο καπετάνιος μην βρίζεις τις πουτάνες μικρή μου/.
είναι καθαρή η συναλλαγή τους με το σκοτάδι μας/.
δίνουν αυτό που λείπει στο ζωώδες ένστικτο των ανθρώπων/.
εσύ, έχεις αγάπη από εμάς τους γονείς σου, προστασία και θαλπωρή
αυτές έχουν το τίποτα ούτε καν τον εαυτό τους/.
να βρίζεις εκείνους που έχουν πληρωμένη ψυχή, άδεια μάτια
και βρώμικα χείλια.....που κάνουν πιάτσα σε εκκλησίες, σε τάχα αναρχίες, σε διανοούμενους καναπέδες/.
το χρήμα είναι μέσο, τα υπόλοιπα είναι συναλλαγή/.
ζήσε ελεύθερη χωρίς ψευδαισθήσεις, θα σε γεμίσουν απο δαύτες
το κορμάκι σου και η σκέψη σου θα εθιστεί να τις ζητά σαν ναρκωτικό,
μακριά απο αυτές.
να σκέφτεσαι τα πάντα στη γύμνια τους!
τα πάντα!
και να μυρίζεις σαν λαγωνικό το άρωμα τους./
να διψάς για αυτό που βρέχει και για αυτό που λυμνάζει
μην το γεύεσαι!
να αγαπάς το ταπεινό και ας βασιλεύει η δόξα./
να κλαις......
να γελάς....
έτσι θα ξέρεις ότι ζεις ελεύθερη.
έχω περάσει απο χώρες που υπήρχαν φυλακές
για αυτά!
έχω περάσει από χώρες που κοριτσάκια αντί για κούκλες
κρατούν βρώμικα λεφτά από χύσια/.
μη βρίζεις τις πουτάνες μικρή μου
είναι καθαρή η συναλλαγή με την πορνεία στη ψυχή μας/.




Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Άδειο κουστούμι σε θέλω.
Άδειο από τους τίτλους που κέρδισες ...και 
Επιφάσεις απλότητας και ρεαλισμού
Γυμνό όπως γεννήθηκες,
σε μια ανθρώπινη γειτονιά του κόσμου
που οι άνθρωποι ξυπόλητοι μεθούσαν
απο χαρά, γέννες, έρωτες, τσακωμούς για τη μπουγάδα.
Τραγουδούσαν τον έρωτα, το κέφι τους το θρήνο τους, τον πόλεμο....
Κάλυψες όλα τα σημάδια σου και έγινες μια σπουδαιότητα
Αλλά,
τσακίζονται τα γόνατα της αγάπης μου για να σε ακουμπίσουν,
να δω μέσα στα μάτια σου ποια ώχρα αλήθειας έχουν.
Άδειο κουστούμι να είσαι κοντά μου
και τα σώματά μας να τσαλακώνουν τις σελίδες μας.
Έτσι, άγνωστο σε γνώρισα. Να είσαι ένας Άνεμος ελευθερίας.

και ένας τέτοιος Άνεμος Ζωοφόρος
δεν εμπαίζει την ανάσα του πόθου, δεν ηδονίζεται
να φουντώσει τη φωτιά για κάψει τα πάντα.
Άδειο κουστούμι σε θέλω.
Άνθρωπο, όχι Κάστρο καλυμμένο με πέτρες και χώμα.
και εγώ μια αλυσοδεμένη σάρκα να μπω στην καρδιά σου,
υποταγμένη.


[Άδειο Κουστούμι]

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015


Στο ποίημα κουρνιάζει ο έρωτας και ο πόνος του, η λήθη και το μυστικό/
αυτός ο ραγισμένος καθρέφτης που δείχνει κάθε σημάδι μας/
μα πόσο κάθε λέξη ένας γκρεμός!
και από κάτω να απλώνεται η λάβα της αβύσσου/
μια μαύρη θάλασσα τα μάτια μας/
Ο άνεμος σκίζει τα σπλάχνα μου στα δύο/
ένα κομμάτι πέφτει στον ουρανό
και το άλλο στην άβυσσο,
δεν μένει τίποτα σπουδαίο να σου δώσω,
μόνο κάτι τσαλακωμένες σελίδες στην άκρη του μυαλού μου/
Γελούν οι σκιές στο δωμάτιο/
νομίζω ότι στήνουν γλέντι στον πυρετό μου,
ακούνε καθώς σου ψιθυρίζω τα μυστικά μου/
αλλά πως αλλιώς αφού....
στο ποίημα αφήνεται ο μονόλογος της ψυχής
να! σαν αυτόν εδώ, που γράφεται τώρα χωρίς παύσεις/
Κάθε λέξη ένας γκρεμός στα χείλια μου,
στα χείλια σου υπάρχει μόνο σιωπή/
Μια μαύρη θάλασσα τα κορμιά μας/
.....είμαι πιο ένοχη από το πιο αθώο λάθος μας.
και αυτές οι λέξεις θα χαθούν πάλι/
έτσι πρέπει, το ποίημα να γκρεμίζεται
να βουτά στην άβυσσο για μας.

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Η ακινησία των ροών με διασπά σε πολλά μικρά κομμάτια.



Η ακινησία των ροών με διασπά σε πολλά μικρά κομμάτια. 
Όλα συνθέτουν μια απίστευτη βαρεμάρα εντελώς απολιτίκ.  Μέγιστο λάθος να δηλώνεις αυτή τη λέξη.  Σχεδόν στα χείλια μου ξεστομίζεται ως θράσος! Μα είμαι φτιαγμένη ολάκερη  μια θρασύτητα στα πεπραγμένα των συνοδοιπόρων  γύρω μου.  Πολιτικά λοιπόν διαστρεβλωμένη στην κοσμάρα μου, να χώνομαι με θρασύτητα στην ακινησία την οποία και απεχθάνομαι γενικώς.  Γενικώς, αρνούμαι την υπόσταση των  όσων πιστεύουν οι υπόλοιποι και αυτό και αν είναι θράσος….λέγεται.  Δεν βλέπω καμία πραγματική ανατροπή της σοβαρότητας που ντύνεται τραγικότητα και καμία κωμικότητα στα γελοία που βρομίζουν το απολιτίκ μου. 
Στην ουρά να περιμένουν οι στιγμές και οι παύσεις και εγώ να τα μπουρδουκλώνω όλα μέσα στο κεφάλι μου. Πολιτική που δεν είναι πολιτική.  Έρωτας που δεν είναι έρωτας. Απάντηση που γίνεται Φιλοσοφία, χωρίς καν να έχει αυτή την απλή Αρχή της Αναζήτησής της, που δεν είναι άλλο από το «σε ρωτώ…..».  Άρε Σωκράτη εσύ super star, χάθηκαν οι ερωτήσεις.  Χάθηκαν οι έρωτες της ζωής.  Αυτή η αναζήτηση του κανόνα του Αυτονόητου.  Έχει κανόνα όμως το αυτονόητο;  Μακάρι να ήξερα! Ξέρω όμως ότι η μεγαλύτερη θρασύτητα είναι να ξέρεις την απάντηση και να μην την απαντάς για να μπορεί αυτή η αναζήτηση να ρέει συνέχεια. Tres apolitique!  Επίσης, Σωκράτη λατρεμένε μου Φιλόσοφε είναι θρασύτητα , χωρίς να έχεις γράψει ποτέ σου μιαν αράδα από τις σκέψεις σου, να έχεις σημαδέψει ανεξίτηλα τη σκέψη και τη φιλοσοφία της Ανθρωπότητας. Όπως, θράσος της Ανθρωπότητας να μη σε αναφέρει στις Προσευχές της σαν επαναστάτη Θεό. 
Ωχ νομίζω ότι μόλις βλαστήμησα.
Αν είχα υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης και εννοώ τελικά και πιο υψηλό από μιας αχιβάδας , θα γινόμουν μαθηματικός ή αστροφυσικός .  Θα πάλευα με το μεγαλύτερο επαναστάτη της Ροής που δεν είναι άλλος από  το Χρόνο.  Ποιο Σύμπαν και Άστρα και Αστρικά νεφελώματα….  Το Χρόνο θα διάλεγα.  Κάτι ήξεραν οι μεγάλοι του Σύμπαντος…..
Η βαρεμάρα μου λοιπόν είναι μια διάσπαση του Ατόμου [μου] και όχι του εγωκεντρισμού μου  και από εκεί και πέρα αρχίζει ο μπελάς.  Γιατί καλά και διασπώμαι το μάζεμα πάλι χρονοβόρο, εξαντλητικό και ασύνδετο.  Σκέτη παραφωνία η οργάνωση της εικόνας μου, η ανασύνθεσή της και χαμογελώ και λέω δεν βαριέσαι γεννήθηκα καινούργιο είδος με άλλη ημερομηνία λήξης και άντε πάλι από την αρχή.  Αλλά, το απολιτίκ  μου  υπογράφεται όταν διαπιστώνω, ότι μέσα σε όλη αυτήν την ακατανόητη φλυαρία  της  πολιτικής των Άλλων,  ο Κανόνας του Αυτονόητου διασπάται σε εκατομμύρια κομματάκια  και κανείς δεν ασχολείται να τον Αναδομήσει για το Σύνολο του Κοινωνικού Ατόμου, σκορπώντας την ιστορία, το μέλλον, το δίκαιο, τον έρωτα και την ερώτηση  που απαντάς  χωρίς καν αυτή να έχει διατυπωθεί  και έτσι……

Βαριέμαι .


Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

στιγμές, άνθρωποι, αέρας Φθινοπώρου,
λέξεις φορεμένες και ρηγμένες στο πάτωμα
μάτια υγρά και σιωπηλά
κουβάρι κορμιά
μια σάρκα.


[τα σημαντικά είναι άτιτλα]

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Όλο και πιο περισσότερο αγνοούμε, όλο και πιο λίγο γνωρίζουμε το απάτητο κομμάτι της ψυχής μας και υποψιάζομαι ότι γεννιόμαστε δύο φορές.
Τη μία στα χέρια της μάνας μας και την άλλη στα χέρια του Θανάτου.
Σε εκείνο ακριβώς το κορυφαίο λεπτό που παύουν οι Μοίρες να υφαίνουν τα προικιά μας.

Κυριακή 23 Αυγούστου 2015



Καμιά φορά κόβουμε τα φτερά του έρωτα. Σελιδοδείκτες στα τόσα και τόσα βιβλία που διαβάζουμε.
Έτσι πεταμένα, χαμένα ανάμεσα στις σελίδες τους, όπως αυτά τα ξαπλώνουμε στα λουστραρισμένα ξύλινα πατώματα. Ακρωτηριασμένο τον νοιώθω να σύρθηκε σε μια γωνία σκοτεινή του εαυτού μας. Ντροπιασμένος από την πτώση από την καρδιά......
Σε κοιτώ κατάματα αλαζονεία μου και σου κρατώ την τελευταία ηλιαχτίδα από ένα μελαγχολικό δειλινό σε μια άκρη της Πολιτείας μας.
Εκείνος δεν μας καταδικάζει. Ξέρει πόσο ανθρώπινοι είμαστε..... πόσο τρωτοί. Φευγαλέοι στους χρόνους μας που τάχα ζούμε.
Εκείνος είναι αιώνιος ακόμα και έτσι μέσα στις σελίδες των βιβλίων του Κόσμου. Δοξασμένος και Λυτρωμένος. Μας νοσταλγεί ωστόσο.....
Πάντα του αρέσει το άρωμα των κορμιών που σμίγουν.
Τα φτερά του θα γίνουν ένα με τις λέξεις πλέον......

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Digital Persona

Στο βιβλίο του Ψηφιακός Κόσμος, ο Νίκολας Νεργοπόντε αναφέρει ότι ένας από τους λόγους που οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές θα μας απελευθερώσουν από τα δεσμά του πληκτρολογίου είναι γιατί αυτά τα ίδια θα μεταμορφωθούν σε αντικείμενα με τα οποία θα μιλάμε, θα οδηγούμε θα αγγίζουμε ή θα φοράμε ή θα ερωτευόμαστε....
Σήμερα, στα πρώτα βήματα του 21ου αιώνα, οι υπολογιστές και συγκεκριμένα ο διαδικτυακός τρόπος επικοινωνίας δημιουργεί πλέον προσωπικότητες. Αληθινές ως επέκταση τους ή και φανταστικές ως ψυχαναλυτικές διαφυγές τους.   Μέσα από αυτά τα κανάλια και τις μηχανές αναζήτησης η προσωπικότητα του ανθρώπου εμπλουτίζεται με άλλες ψυχικές και διανοητικές προσλαμβάνουσες που αλληλοεπιδρούν και, όπως αναφέρθηκα πιο πάνω επεκτείνουν τη γνώση γρήγορα αλλά όχι ενδεχομένως αφομοιωτικά.  Η ταχύτητα των «εικόνων» είναι ραγδαία και επιφανειακή.  Διαδικτυακή Βιβλιοθήκη, Ψηφιακή Αλληλεπίδραση και Άτομο συνθέτουν μια νέα δυναμική στον νεογέννητο αιώνα της υψηλής τεχνολογίας.
Και καθώς όλα τρέχουν μέσα στα Βits - στο DNA της Πληροφορίας  - οι αισθήσεις μας μπερδεύονται μέσα σε αυτές τις ψηφιακές φλέβες και όλες οι μορφές πλέον έκφρασης και απόδοσης της εύθραυστης, ίσως γυάλινης μάλλον, πραγματικότητάς μας απεικονίζονται, αποτυπώνονται και διαδρούν μέσα σε αυτά τα Bits.
Ένας ψηφιακός κόσμος, τεραστίων υψηλών αποδόσεων που αναλύει, επεξεργάζεται δεδομένα, επικοινωνεί, κοινωνικοποιεί, εκπαιδεύει, ενημερώνει, ερεθίζει το οπτικό νεύρο μέσω των «εικόνων» και παραπέρα κάνει το Νέο Άνθρωπο να δομείται, να διαδρά κοινωνικά, να εργάζεται, να προωθεί τις απόψεις του, να εμπορευματοποιεί το παραγόμενο έργο του και κυρίως να νοιώθει μέσα από αυτό το τεχνικό σώμα με φλέβες που κυλούν Bits.
H Πλασματική Πραγματικότητα (virtual reality), o τεχνικός κόσμος των τρισδιάστατων εικόνων, που δημιουργεί ο υπολογιστής και που ο χρήστης συμμετέχει να αλληλεπιδράσει με τα στοιχεία που απαρτίζουν τον «κόσμο» χρησιμοποιώντας της αισθήσεις του και το διαδίκτυο internet International Network – σε ένα παγκόσμιο δίκτυο σύνδεσης των ανθρώπων μεταξύ τους ως  «to be connected», θα είναι η νέα διάσταση του Ανθρώπου.
Τολμηρό;

Πότε η Ανθρωπότητα σταμάτησε να βαδίζει πάνω στην Αναζήτησή Της κατακτώντας το Χρόνο;


Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Ντύνομαι Φθινόπωρο και έρχομαι με γεμάτα τα δάχτυλα δάκρυα δέντρων.
Να σε πάρω να φύγουμε μακριά από τις καμένες ελπίδες.
Μακριά, μαζί σε μια ρίζα δεμένοι.
σε μια ιστορία αφηγημένοι
χωρίς αρχή με τελείες γεμάτη
χωρίς υποσχέσεις αιώνιες
φθαρτοί μακριά μαζί
μέσα μου δυνατά
σαν ζωή που θα σκίσει
τη νύχτα του καταδικασμένου χειμώνα στα δύο.