Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Νυστάζω πάλι. Κλείνει η μέρα βαριά. Το κρύο ουρλιάζει μέσα μου θύελλα. Το χειρότερο ειναι ότι οι ουλές πονάνε ακόμα και ας μην αιμορραγούν. Έγραψα κάτι γράμματα. Τα έστειλα στο διάολο και εκείνος τα έκαψε χωρίς καν να δει τα μυστικά μου.  Τα ξέρει όλα μάλλον. Βαρέθηκε και ο διάολος τα γράμματα. Άναψα τη φωτιά στο τζάκι. Έκοψα κάτι σελίδες απο παλιές φθαρμένες εφημερίδες. Περίεργο. Οι ειδήσεις οι ίδιες. Οι ημερομηνίες αλλάζουν.  Και εγώ αλλάζω αλλά οι ουλές οι ίδιες επάνω μου. Ζάρωσαν οι αναμνήσεις μου όμως. Και το άρωμά του, που να πάρει, ακόμα το μυρίζω επάνω μου. Κάποια στιγμή πρέπει να φορέσω πατσουλί. Και μετά θα μετανιώσω θα χωθώ κάτω από τη βρύση και θα αρχίσω να γδέρνομαι με το σαπούνι μπας και τον ξαναμυρίσω.
Καταραμένη η λύτρωση. Ποιος τη θέλει ;   Άλλωστε ποτέ δεν ξέρεις σε ποιο παράδεισο θα βρεθείς. Σκέφτομαι ότι εκεί, δεν θα ξέρω κανέναν μάλλον. Οι γνωστοί μου στην Κόλαση έχουν στέκι. Αλλά εκείνος δεν διαβάζει πια τα γράμματά μου.  Εχει πολλά στο κεφάλι του. Και οι πελάτες του αυξάνονται γιατι μάλλον, σίγουρα δηλαδή έχει το καλύτερο στέκι.
Αυτό το κρύο δεν θα κοπάσει καθόλου. Βοηθάει να μεθάω με τις φλόγες στο αναμμένο τζάκι. Θεέ μου, οταν θελεις δίνεις ευτυχία από τα πιο ασήμαντα πράγματα. Θαλπωρή από το τζάκι.
Θα σταματήσω να γράφω στο διάολο γράμματα. Άλλωστε έπαψα να ειμαι καλικάντζαρος.
Κοίταξα την τελευταία σελίδα της εφημερίδας. Τα νέα ίδια. Η ιστορία ....
Ίδια, αλλά εγώ δεν είμαι πια καλικάντζαρος.

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016





Ερημιά

Ένας καταρράκτης η σιωπή της λύπης. Νιώθω την ερημιά σου.
Ζω μέσα σ. αυτήν και ας μη με αναγνωρίζεις πια. Τη νιώθω σαν να είμαι η ίδια ερημιά.
Πεταμένες σελίδες σκεπάζουν το τοπίο μου.
Μάζεψα και έκαψα κάποιες να ταΐσω τη φωτιά μέσα μου. 
Μετά ήρθε η βροχή και τα έσβησε όλα. Δεν πειράζει δεν κρυώνω και τόσο. Άλλωστε σπαρτάραγαν οι λέξεις που σου έγραφα. Πως να χωρέσει ενας καταρράκτης σε κάτι σελίδες και τόση φτώχια που κουβαλά η καρδιά σου.
Δεν αρκεί.
Είναι τόσο ήσυχα στην ερημιά αυτή. Δεν τη φοβάμαι πλέον. Συνήθισα να ζω μέσα της.
Σε νιώθω,
σαν να έγινα η σάρκα της.









Ερημιά

Ένας καταρράκτης η σιωπή της λύπης. Νιώθω την ερημιά σου.
Ζω μέσα σ. αυτήν και ας μη με αναγνωρίζεις πια. Τη νιώθω σαν να είμαι η ίδια ερημιά.
Πεταμένες σελίδες σκεπάζουν το τοπίο μου.
Μάζεψα και έκαψα κάποιες να ταΐσω τη φωτιά μέσα μου. 
Μετά ήρθε η βροχή και τα έσβησε όλα. Δεν πειράζει δεν κρυώνω και τόσο. Άλλωστε σπαρτάραγαν οι λέξεις που σου έγραφα. Πως να χωρέσει ενας καταρράκτης σε κάτι σελίδες και τόση φτώχια που κουβαλά η καρδιά σου.
Δεν αρκεί.
Είναι τόσο ήσυχα στην ερημιά αυτή. Δεν τη φοβάμαι πλέον. Συνήθισα να ζω μέσα της.
Σε νιώθω,
σαν να έγινα η σάρκα της.





Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Χαίρομαι που δεν μ΄αγαπάς.

Ήταν τόσο μεγάλη ευθύνη να σε νοιάζομαι να μην είσαι παγωμένος μέσα σε τόσα σκοτάδια.  Χαίρομαι που τελικά βρήκες το κουράγιο να μου το πεις με δύο λέξεις σαν σφαίρες εκτέλεσης. 
Είναι τόσο εύκολο ξέρεις αυτό στο θάνατο, τόσο λυτρωτικό από εκείνη τη φυλακή του βασανιστηρίου με τοίχους στο μυαλό μου γεμάτο μουτζουρωμένες από χώμα και βροχή, λάσπη ξεραμένη, ίχνη ερωτήσεων και αμφιβολίες. Αχ αυτό το αποπνιχτικό σκοτάδι που δεν ξέρεις αν o χρόνος έφυγε ή ήρθε ή σε άφησε λησμονιά, νοσταλγία. Δεν υπάρχει χειρότερο να βρεθείς  σ’ αυτό το μπουντρούμι χωρίς μια ηλιαχτίδα αγγίγματός σου να φωτίζει την καρδιά μου.
Αυτές οι λέξεις που ξεστόμισες σφηνώθηκαν σαν ακαριαίο τέλος και αυτό είναι μια πράξη αγάπης σ’ έναν έρωτα που δεν θα ζούσε σε τόσα περάσματα από καρφιά, και λεπίδες στα φιλιά σου, αν και σε αυτές τις μελωδικές υποσχέσεις που κοιμίζουν ένα βρέφος υπάρχει στοργή.... ίσως!
Χαίρομαι τελικά που δεν μ΄ αγαπάς, καθώς μάταιη η αναμονή σε μια προσμονή που δεν θα ερχόσουν. Ποινικά δικαστήρια για τα αισθηματά μου, γράμματα χωρίς περιστροφές.  Θεέ μου τι ίλιγγος να στριφογυρνάς σε ένα σκοτεινό δωμάτιο.  Μα και με τα μάτια κλειστά να βλέπω ότι όλα ξενύχτησαν για να μας ξεγελάσουν.  Γράφω έναν δρόμο χωρίς να ξέρω που σταματά, που θα με φτάσει.  Ίσως κοντά σου, αλλά δεν με βλέπεις.  Είμαι δίπλα σου εκεί. Αόρατη.
Και όμως είναι λυτρωτικό να γδύνομαι από  όλους αυτούς τους ρόλους που ντύθηκα για να μ΄ αγαπάς. Είναι τόσο μεγάλη ευθύνη σε τόσους αλυσοδεμένους ρόλους, αλλά θα σου ομολόγησω ότι ο πιο αγαπημένος μου ρόλος ήταν ο πιο βρώμικος.  Αυτός της πόρνης που την έπαιρνες στον υπόνομο του μυαλού σου και με εκείνη τη σιωπή που άφηνες στο δωμάτιο. Απόκοσμος με κοιτούσες σαν να γινόμουν πίνακας ενός τρελού ζωγράφου.
Οι δρόμοι φεύγουν, κυλούν σαν κορδέλες από τα μαλλιά της μοίρας μας και έτσι προχωρώ, ανασαίνω αξιοπρέπεια πάλι πάμπτωχη και πεινασμένη από τη στοργή σου. Απομένει πια μια φορεμένη γοητεία, ένα κουστούμι πανάκριβο πάνω σε σκελετούς με άδεια χέρια και άδεια μάτια και οι σκιές παντού γύρω μου. Σε ψάχνω αλλά δεν μπόρω να φύγω από αυτό το σκοτεινό μέρος που με τυφλώνει λύπη.
Για αυτό, χαίρομαι που τελικά μου έδωσες εκείνες τις δύο λέξεις, σφαίρες ακαριαίου τέλους γιατί ξέρεις, ήταν πραγματικά η μόνη αληθινή πράξη στοργής σου.  Χαίρομαι που βρήκες το κουράγιο να το κάνεις, αφού τελικά, αυτό θα γινόταν σαν προκαθορισμένη πράξη μιας .....στιγμής.





Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016


[Ένα Δειλινό στα μάτια σου]



Τόσοι στίχοι γραμμένοι για εμάς τους πυρακτωμένους ανθρώπους.
Φως και Σκοτάδι να πέφτουν  βροχή στην ψυχή μας.
Σάρκα πεινάς. Σάρκα διψάς. Σάρκα γεννάς.
Στο Χώμα ρίζες στα πόδια μας. Φύλλα πεσμένα από τους ανέμους
Ταξίδι μου με λησμονάς.
Καρδιά μου χτύπα δυνατά να νιώθω ότι ο χρόνος μου δεν φεύγει.
Ριζώνω στο πεπρωμένο μου, χωρίς να ξέρω το όνομά του.
Μυρίζω την ψυχή σου και σαν αγρίμι κοιτώ από το βράχο ψηλά
Να βυθίζεται ο ήλιος μας στα σπάλχνα της γης.
Ξένε, πες μου την ιστορία σου...
Έχω πολύ καιρό να ακούσω μια ιστορία ανθρώπινη
και οι αγκαλιές έχουν τόση μοναξιά επάνω στο κορμί μου.
Ω! μα πόσο ξένη είναι η διαδρομή σε κάθε ίδιο βήμα....
Λίγο πιο κοντά, λίγο πιο μακριά και τα ρόδα ανοίγουν διάπλατα χαμόγελα.
Και όμως....
Ταξίδι μου με λησμονάς.
και τόσοι στίχοι γραμμένοι για εμάς τους πυρακτωμένους ανθρώπους.
Όμως, τα μάτια σου έχουν ένα δειλινό μέσα τους. Ένα γλυκό αντίο.





Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Λέξεις... Ξεχειλίζουν στο ποτήρι που μου έδωσες να πιω.  Λέξεις πέφτουν σαν φύλλα ξερά σε Φθινοπωρα που έφυγες μαζι τους. Λέξεις βροχή απο τον Ουρανό μου.... Λέξεις λάθος.  Λέξεις σωστές.
Λέξεις χωρίς αυριο.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

-Ναρκισσοπληξία.... όπως θερμοπληξία...όπως ηλεκτροπληξία.
Το διαδίκτυο πλήττει την καρωτίδα της ψυχής.
-Αντικαθρέφτισμα ρεαλισμού..... όπως εικονική πραγματικότητα.
Το διαδίκτυο ρουφά σαν μαύρη τρύπα υπόστασης,

Άνοδος των δεικτών ψυχικής ρευστότητας.  Το Χρηματιστήριο των εικόνων φέρνει κέρδος ταυτότητας.
Πεινά η καρδιά για επαφή. Πεινά η σάρκα επίσης, ποτέ ο εγκέφαλος. Υπερδιέργεση.

Βγάλε τα γεμιστά απο το κεφάλι. Καίγονται!


Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016




Κατέβηκα στον Άδη να βρω την πηγή της αλήθειας...
Είπαν, ότι η Αθανασία υπάρχει στα μάτια των ανθρώπων μόνο.
Στις φλέβες των ποταμιών που ξεχύνονται με ορμή στο χρόνο

Ανέβηκα έναν ουρανό να βρω την Αγάπη.
Είπαν ότι η ελπίδα κατοικεί στα λιβάδια της σάρκας των ανθρώπων μόνο.
Στα ακροδάχτυλά τους, καθώς αγγίζονται.

Βρέθηκα στη μέση παράλληλο των δύο για να ζήσω.
Είπαν, ότι πάντα ο θνητός πεθαίνει και αυτό είναι Μοίρα.
Στα μάτια του έρωτα που κουρνιάζει σε δύο καρδιές ενωμένες.

Έβρεχε φλόγες η Κατάρα μου
Έσταζε ιδρώτα η Απελπισία μου
Στέγνωναν τα χείλη μου από δροσιά.

Κοιμήθηκα κάτω από μια στέγη χωρίς παράθυρα.
Χωρίς πόρτες, ακάλυπτη μόνο σκέπαστρο οι σκέψεις μου.
Προσευχή κυλούσε στην καρωτίδα μου,
ίσως ήταν ένα ποίημα αγέννητο,
Μια μπουκιά πείνας για ζωή.

Ταπεινώθηκα για να φυτέψω σπόρους στοργής στα χέρια σου.
Ξύλινα έμοιαζαν τα αγγίγματά σου
Σαν νεκρός,
Να προσπαθώ να γίνω το Θείο που θα σε ανάσταινε
Φίλησα τα μάτια σου στο αντίο
Με κράτησαν οι καταιγίδες, πάθος μου.

Βρέθηκα στο ταξίδι του πουθενά και του μάταιου
Χωρίς να υπόσχονται οι στιγμές τον επίλογο
Ταπεινώθηκα για να μαζέψω τα στάχυα να ταΐσω
την καρδιά σου.
Ξύλινα τα χέρια της Μοίρας μας
Άδεια δροσιάς τα μάτια της αγάπης.
Πιο ζωντανοί δεν θα είμαστε ποτέ μάλλον
Και ο κόσμος να ποτίζεται από αίμα πλέον.

Οργή μου, ειρήνη μου, νερό μου και φωτιά μου
Δεν υπάρχει ούτε ουρανός, ούτε κόλαση για εμάς
Θνητοί άστεγοι στο πεπρωμένο μας και ματαιόδοξοι οι χρόνοι μας
Σταγόνα σταγόνα στάζει το ποτάμι πριν στερέψει
Και μια θάλασσα γεννιέται με κύμα και νύχτες.

Κοιμήθηκα κάτω από ένα δέντρο
γεμάτο κρυφές φωλιές ευχών
και εκεί, έθαψα την κραυγή μου στις ρίζες του.
Αποκοιμήθηκα στο χώμα μιας γης ορφανής
σαν μωρό που ζητούσε να τη θηλάσει. 

[Η κάθοδος]





Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Πέταξε όλη τη σκόνη από τη ζωή της.
Στάθηκε ολόγυμνη στην αγκαλιά του, έκλαψε για τη λύτρωση.
Δεν την ένοιαζαν ούτε οι χαρακιές που ακόμα να κλείσουν στη σάρκα της
Δεν την ένοιαζε ότι την ευτελιζαν  κάθε μέρα σαν αντικείμενο με μια ταμπέλα τιμής
Τα πέταξε όλα. Τα έκαψε όλα.
Ένιωθε μόνη και ελεύθερη.
Τόσο ελεύθερη που έγινε σκοτάδι, έγινε φως, έγινε άνεμος, έγινε θάλασσα.
Ελεύθερη χωρίς υπόσχεση, χωρίς ματαίωση.
Τα πέταξε όλα από τη ζωή της.
Κυρίως το θάνατο. Κυρίως αυτόν...
Άλλωστε δεν έμεινε τιποτα για να της πάρει.



Κυριακή 26 Ιουνίου 2016


Σημειώσεις

[....] Η διάσπαση του Εγώ μου σε Μαύρο και Άσπρο για να μη συνθλιβώ κάτω από το τρομακτικό Τίποτα, που με έζωνε ασφυκτικά. [..]
Σκακιστική Νουβέλα Stefan Zweig, σελ. 84.
~και με βρίσκω ενοχικά εκεί, σ.αυτές τις γραμμές τις ευλαβικές [του], να ξεχνιέμαι όμως σ. αυτό το υπέροχο Μηδέν, καθώς ένα άλλοθι αναίρεσης των ευθυνών μου να ζήσω, με ακινητοποιεί σε μια μέθη απίστευτης ματαιότητας.

Σάββατο 14 Μαΐου 2016


Υπάρχουν και οι Αδέσποτοι [π]οιητές χωρίς Pedigree.... 
Πλάσματα στα αζήτητα της μοίρας τους, που πίνουν έναν ήλιο και ένα φεγγάρι και ουρλιάζουν στους κεραυνούς. Δεν φοβούνται παρά τη βροχή της μοναξιάς. 
Τρώνε αποφάγια μεγαλόστομων menu και αν μπουν σε αγέλη ..... εξαιρετικά σπάνιο το υπογραμμίζω αυτό, το κάνουν για φάση του λέμε "πάμε παρέα" στο πουθενά μας. Αυτοί λοιπόν οι αδέσποτοι ποιητές, έχουν στη φλέβα τους πύρινο αίμα που ξεπηδάει σαν λάβα με ορμή από την καρωτίδα τους. Αν πεθάνουν, θα πεθάνουν σε μυστικά μέρη, κρυφά από τα αλαζονικά βλέμματα των ανόμοιων τους. Θα πεθάνουν ανώνυμοι και μόνοι, όπως ζουν. 
Σκιές στις σκιές σας.



Τρίτη 10 Μαΐου 2016


Ο φασισμός μου προκαλεί φρίκη.
Είναι ένα τέρας που επωάζεται άνετα στην κοιλιά του Εγώ.
Λίγο σάλιο και σάπια υγρά αποσυντεθειμένων υποσχέσεων...
άνετα επωάζεται το αυγό του μέσα μας, αν δεν ξεριζώσουμε
το φίδι αυτό πριν μας καταπιεί τα σπλάχνα.
Και σε σένα, που σκέφτεσαι σαν φλόγα καντηλιού
αδύναμου να σβήσει....
δεν σε γλιτώνω απο την ευθύνη αυτή, ούτε εμένα.
Δεν σε γλιτώνω απο την ευθύνη αυτή!
γιατί ξέρεις ότι θα αποδράσει απο το στόμα μας
Το φίδι.


Παρασκευή 22 Απριλίου 2016



[Ξέρεις κάτι;]

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Να ρουφήξεις γκρεμούς στα μάτια σου
Και να πιείς όλα τα σύννεφα του ουρανού
Να πιάσεις τις καταιγίδες στις παλάμες σου
Να χαθείς σε παπαρούνες δάση
Που το λαρρύγγι τους φτάνει μέχρι ψηλά
Σαν κορμί δέντρων και γεμίζουν
Πορφύρα χρώμα το τοπίο.
Να δεις ότι όταν κοιμάμαι
Πάνω στο δυνατό σου στέρνο
Ένα χαρούμενο ποίημα γεννιέται
Μια ανάσα σβήνει, ένα δάκρυ γίνεται πετραδάκι
Ένα ματόκλαδο μωρού
Μια ευχή ευλογημένης  γερόντισσας.
Ξέρεις κάτι;
Αν δεν σε μεθύσει η ζωή
Το χάδι, το φιλί μου στα χείλη σου,
Αν δεν σε ποτίσει υπόσχεση στην καρδιά
Η καρδιά μου
Τότε όλα στάχτη και σκόνη θα σκορπίσουν
Και μάταια οι κάμποι απλώνονται  
Κορμιά σε ζεστή γη.
Μάταια φυσά ο αγέρας χαιδεύοντας τις λέξεις μας.
Και αν πάλι όλα μάταια γίνουν
Τότε οι πέτρες θα ανθίσουν πάλι
Θα ταϊστούν τα αγρίμια του κόσμου
Θα φωλιάσουν αετοί σε απόκρημνα βράχια
Θα φουσκώσουν τα ποτάμια με  βροχές
Θα πιεί η θάλασσα τους καταρράκτες
Σαν δίχως χθες και αύριο
Σαν κανένα [τίποτα] να σφραγίζει το μάταιο
Και στα ακροδάχτυλα των ποδιών σου
Οι λέξεις μου θα έρχονται πάνω σε ένα δειλό κύμα.
Θα ακουμπούν τις φλέβες σου σαν γη
Στέρεη ανάσα που αναβλύζει μια πηγή.
Γιατί ξέρεις κάτι;
H αγάπη που δεν αγαπήθηκε
Μάταια, δεν σκορπίζεται στο θάνατό της.









Δευτέρα 11 Απριλίου 2016



 [Θέλεις να ΄ρθεις;]

Θέλεις να ΄ρθεις;
Έλα αργά, όπως όλα στη ζωή μου.
Και εννοώ όλα.
Το τσιγάρο, το γαμήσι, ο διορισμός
Το βόλεμα.
Το μόνο που ερχόταν νωρίς ήταν μόνο ο θάνατος.
Και η παραπλάνηση της γεύσης
Ξεκινάς ότι είναι γλυκιά η ζωή,
Αλλά τελικά, αφήνει μια πικρίλα στον ουρανίσκο
Και καταλήγεις να ανάβεις τσιγάρο
Κάτω από μια λάμπα των 60Watt
Με μια μεθυσμένη ανάμνηση ενός οργασμού παλιού.
Η μόνη επανάσταση που έκανα, αν θυμάμαι…
Ήταν να αλλάξω κατεύθυνση σπουδών
Και αυτήν, χωρίς αναγγελία στα πέριξ
Προκαλώ τρομάρα το ξέρεις;
Αλαφιάζω το ανυποψίαστο σου
Και λες….
«Βρε παιδί εσύ; πως;»
Ε, να όλα έτσι γίνονται
Και από εκείνους που δεν σου χωρούν στο βλέμμα
Ότι μπορούν να σπάσουν τους κανόνες.
Και τους έσπασα μια φορά
Και κόπηκα!
Κόπηκα άσχημα και πλάνταξα από το φόβο!
Ερασιτέχνις λόγια είμαι σε όλα.
Και στον έρωτα και στις λέξεις που σου γράφω.
Αν όμως με θέλεις, έλα αργά
Και έλα χωρίς θόρυβο
Όπως ο γάτος μου που σερνόταν
Στο κρεβάτι  επάνω και χουχούλιαζε στα πόδια μου.
Και άφηνα το σκοτάδι να πέφτει στα βλέφαρά μου
Και ησύχαζα στην ασφάλεια ότι ανασαίνει ένα γλυκό όνειρο.
Ξέρεις και πλήττω στους εφιάλτες πλέον.
Δεν με φοβίζουν πια.  ‘Επαψα να τους θεωρώ και εφιάλτες μάλιστα.
Συνέχεια τα ίδια, όπως και το ίδιο φαγητό
Όχι απ΄αυτό που τρως, αλλά από δαύτο που ανασαίνεις.
Μια μπόχα μαζί με πατσουλί διαχέεται στους κόσμους
παχιά λόγια και υποσχέσεις
Και χύνω λέει ο άλλος και τίποτα δεν μπαίνει
στην τρύπα, γιατί όλα τρύπια είναι
και βασικά οι σκέψεις και η συνείδησή του.
Μα τι λες! Σκίζεται για την πουτάνα την άλλη
Την πολιτική!
Ξέρεις πόσο της γλύφει το μουνάκι;
Άδειασε επάνω της όλο του το είναι
Και αγκαζέ μετά τις φιλοφρονήσεις….
Φασκιώνεται συνέχεια σε κάτι φούστες
Που τον ντύνουν προστασία και θαυμασμό.
Θέλεις να ΄ρθεις; έλα αργά όπως όλα στη ζωή μου!
Αλλά χωρίς τα αξεσουάρ που με γρατζουνάνε
Αυτά, που δεν φαίνονται ξέρεις,
Αλλά κουβαλάς μέσα σου!
Φέρε μόνο βιβλία. Μόνο και εσένα.
Με ψυχή και καύλα.

Σκέτος να ΄ρθεις σαν τον καφέ που πίνεις.






Παρασκευή 1 Απριλίου 2016



Είναι μέρες που ό,τι ανασαίνει γύρω της την κάνει να χαίρεται και να χαμογελά,
σαν εκείνες τις μικρές μαργαριτούλες που φυτρώνουν σε αφιλόξενα πεζούλια του δρόμου.
Και δεν βαριέσαι, αρκεί που το παλεύουν να ζουν στα ακροδάχτυλα του ήλιου. Αρκεί που φυτρώνουν και απλώνουν τα αγνά τους μικροσκοπικά πέταλα για να ξαποσταίνει καμία πασχαλίτσα ή καμιά υπόσχεση δροσοσταλίδας που κάθεται εκεί σαν δάκρυ.
Περπατάει τη ζωή της απαρατήρητη από επιτυχίες και συντριβές.  Αόρατη διαπερνά το σώμα της μοίρα της, την ξεγελά. Κανείς δεν τη γνωρίζει.  Αυτό κάπου την ανακουφίζει, δεν έχει εκείνη την αποπνικτική αγωνία της κοινωνικής προσποίησης.  Να απλώνει κρυστάλλινα χαμόγελα, παγερά από αληθινά θέλω και νοιώθω. Όλα και όλοι την προσπερνούν σε διαδρομές που τρέχουν χωρίς ανάσα, ακριβώς όπως και εκείνες τις πανέμορφες μικρές μαργαριτούλες που στέκονται χωμένες σε μπετό και γη. Ουδείς τις αντιλαμβάνεται στο υπέροχο μεγαλείο της απλότητάς τους.  Και όμως χαμογελούν πριν τσαλαπατηθούν.
Πριν τσαλαπατηθούν, ζουν σαν μια αυθαίρετη ζωντάνια σε ένα πένθιμο τοπίο. Ζουν σαν ζωγραφιά ενός δημιουργού ανώνυμου αλλά θεϊκού, σαν ανατροπή, σαν γεύση στα χείλια του ανέμου.
Ο χρόνος όμως της ψιθυρίζει ότι πρέπει να ζήσει σαν άνθρωπος και όχι σαν  απόσταγμα μιας παραφωνίας. Ατελής στην τελειότητα του κόσμου, ψέμα στο ψέμα του κόσμου, ανάσα στην αποπνικτική ανάσα του. Μεθυσμένη όπως μεθά και εκείνος από ταχύτητα και ύλη. Να ζήσει  μέσα σε όλα αυτά που θα την ενώσουν με την μοναξιά του.  Να γίνει πιο μοναχική ακόμα, πιο σπουδαία, πιο καλλίφωνη. Να γίνει σαν εκείνον για να την αγγίζει, να την αποδεχτεί, να μην την ξεχωρίζει από αυτό που είναι φτιαγμένος.  
Είναι μέρες που όταν προσπαθεί να δει τον ήλιο της, πονάει γιατί κάτι θα μπει εμπόδιο ανάμεσα σε εκείνη και σε εκείνον και το πιο τραγικό της είναι ότι τότε δεν θέλει να είναι αόρατη, να ποδοπατηθεί, να χαθεί στο άγριο τοπίο του τσιμέντου. Όταν τότε αγωνιά, κλείνει τα πέταλα της σαν έμβρυο μέσα σε μια μήτρα που μόνο η καρδιά χτυπά δυνατά σαν μουσική και εκεί στο σκοτάδι κοιμούνται οι επιθυμίες της. Μέχρι να βγει εκείνος και την πάρει στα ακροδάχτυλά του, τη χαϊδέψει απαλά στο μίσχο της και την κάνει αθάνατη.
Αθάνατη και Άτρωτη γιατί η αγάπη του δεν είναι μια αγωνία θανάτου, αλλά μια αγωνία να ζήσει.

[Αυθαίρετη ζωή]



Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

[Η κούνια του Νεύτωνα]

Ξημέρωνε και βράδιαζε πάντα στην ίδια ώρα.  Ούτε πριν, ούτε μετά δεν ξέφευγε λεπτό από αυτή τη σειρά τη λατρεμένη του.  Μεγάλο πράγμα η εμμονή.  Σου δίνει μια απίστευτη αίσθηση σιγουριάς και ελέγχου.  Προγραμματισμένα όλα, ακόμα και οι φοβίες και οι αναγκαιότητες.  Τίποτα ξένο, όλα οικεία. Τίποτα απροσδόκητο,  τα  πάντα  προβλέψιμα.  Όλα στους  χτύπους της κούνιας του Νεύτωνα. Η μία μπίλια χτυπά την άλλη και πέρα-δώθε κουνιούνται όπως και οι σκέψεις του με ένα συγκεκριμένο ήχο.  Έτσι και η καρδιά του με το ίδιο μονότονο ρυθμό χτυπούσε. Καμία φλέβα δεν τονίζεται στο λαιμό του από θυμό ή στους καρπούς των χεριών του δεν θα έβλεπες το  πάθος.  Κανένα πάθος λοιπόν γιατί αυτό, θα ήταν το απρόσμενο, η ανατροπή από το ρυθμό του, ο θάνατος του ελέγχου του.

Έτρωγε σχεδόν πάντα το ίδιο menu. Τα χείλια του έσφιγγαν στις γεύσεις των φιλιών από τα κόκκινα χείλια των ερωμένων του.  Φιλούσε και δεν φιλούσε, γιατί το φιλί για αυτόν, ήταν επικίνδυνο.  Εκείνες νόμιζαν ότι ήταν απλώς ο ερωτικός του τρόπος, αλλά για εκείνον ήταν κάτι  άλλο.  Ήταν η ανατροπή του ρυθμού και τον πολύτιμο  ρυθμό του δεν άντεχε να τον χάσει.  Έτσι, καμία γυναίκα δεν μπορούσε να τον αγγίξει αληθινά πέρα από το ρεπερτόριο που μοιραζόταν μαζί του στο κρεβάτι.  Ωστόσο, ποτέ αυτός δεν τις άφηνε ανικανοποίητες.  Η καθεμιά τους ήταν και ένα σταμάτημα στο χρόνο του και η κούνια του Νεύτωνα συνέχιζε να ηχεί ρυθμικά στον ίδιους τόνους.

Ντυνόταν σχεδόν μονότονα.  Τα  χρώματα τον περιόριζαν σε μια αγανάκτηση χαμένου χρόνου για επιλογή και συνδυασμούς.  Δεν έχει σημασία η απόχρωση γιατί όσο περισσότερο λιτά μιλούσε το ντύσιμό του, τόσο πιο περιττό ήταν να περιγράψει τον εαυτό του σε μια διαπροσωπική επαφή.  Όλα απλά λοιπόν ακόμα και ο ρυθμός ανέπαφος στην κούνια του Νεύτωνα.

Οι φίλοι του λίγοι και αυτοί.  Οι κοινωνικοί του κύκλοι πολλοί και διάφοροι.  Ο χρόνος στεγνός και κλειστός σε διαδρομές πολύ προγραμματισμένες. Τα χιλιόμετρα αμέτρητα στα πόδια του και οι ανάσες του λαχανιασμένες από ένα αδιάκοπο σφυροκόπημα του άγχους να τα τρέξει όλα και τα έτρεχε ως easy rider πάνω σε δύο πολυτελείς ρόδες σε μια άσφαλτο γεμάτη φλόγες.

Η γνωριμία τους απρόσμενη όμως.  Εκείνη, μια σταγόνα μελαγχολίας στο βλέμμα της αρκούσε να ακουμπήσει για λίγο στη σάρκα του και να τον ηλεκτρίσει.  Δεν άργησαν να βρεθούν σε μια ευθυγράμμιση μαζί.  Απορροφούσε ο ένας τον άλλον σαν στεγνά σφουγγάρια που διψούσαν για σκέψεις και αγγίγματα ....παντού.  Ήταν μια περιπέτεια εκείνη και εκείνος μια μυστηριώδη διαδρομή στο σκοτάδι.  Τους άρεσε αυτό το σκοτάδι. Τους άρεσε η τυφλή ανίχνευση του ενός στον άλλον. Όμως, ο ρυθμός απομακρυνόταν όταν ήταν κοντά της.  Σαν να χανόταν η ρουτίνα του μέσα σε ένα πυκνό δάσος και εκεί εγκλωβισμένη θα έσβηνε.  Τα μάτια τους μιλούσαν μια απίστευτη επιθυμία και μια έλξη ακατανίκητη.  Μια σταγόνα του φιλιού της πάνω στη σάρκα του και ηλεκτριζόταν και οι ήσυχες φλέβες στο κορμί του ήταν έτοιμες να σπάσουν από ηδονή.  Ο ρυθμός χανόταν.  Ο έλεγχος των συναισθημάτων χανόταν. Η μονοτονία  θα έσβηνε.  Ο έρωτας άρχισε να απειλεί τον έλεγχο που δάμαζε στη ζωή.  Έμπαινε μέσα στο μυαλό του η εικόνα της, ακόμα και όταν αυτή ήταν μακριά του και κυριαρχούσε στην αυτοκρατορεία των εμμονών του.  Άρχισε ο πόλεμος. Άρχισε να φεύγει.....


Ήταν επιτακτική ανάγκη να ζήσει όπως ήξερε. Μόνος και κυρίαρχος μέσα σε επιτυχίες που γλιστρούσαν απαλά στην αψεγάδιαστη καθημερινότητά του. Ο ρυθμός ακουγόταν πιο δυνατά πάλι. Πιο δυνατά και από τους χτύπους της καρδιά του.  Μια μέρα της είπε «μικρή μου έχεις μια αυθάδεια ανάμεσα στα σκέλια σου και στο μυαλό σου. Μια ιεροσυλία στο ναό των αρσενικών και ο ναός των αρσενικών είναι η εξουσία, θα φας τα μούτρα σου, για το καλό σου σταμάτα». Δεν το άκουγε.  Δεν τον φοβήθηκε.  Με την ίδια αυθάδεια μπήκε στη φυλακή για εκείνον και σαν κατάδικη καρδιά μέρα νύχτα, στιγμή - στιγμή, του έγραφε πότε σε παροξυσμό και πότε σε εγκαταλελειμμένες ελπίδες να την ελευθερώσει.  Την πότισε εμμονή.  Ήταν τόσο ελεύθερη και τόσο ατίθαση. Μια ιεροσυλία στην εξουσία του! Ένας έρωτας αιχμαλωτισμένος της.

Ξημέρωνε και βράδιαζε την ίδια ώρα. Τα μάτια του γεμάτα από τη φωτιά των πρώτων αχτίνων του ήλιου ή καμιά φορά σαν θάλασσα λυπημένη.  Την άκουγε να ανασαίνει αργά, διαλυμένη από την πάλη της να ξεφύγει απο τη φυλακή του και την άκουγε πριν φύγει για τις υποθέσεις του και πριν αποκοιμηθεί.  Ήξερε ότι όσο δεν της έλεγε αντίο, εκείνη θα ήταν πάντα δική του, αιχμάλωτη στη φωτιά της για εκείνον και τα λουλουδια μοσχομυρίζουν όταν καίγονται.  Έγινε βιβλίο, έγινε ποίημα που βγήκε απο τις φλέβες του όταν χτυπούσαν πολύ δυνατά όταν της έκανε έρωτα.
Και η κούνια του Νεύτωνα σταμάτησε να ηχεί στο μονότονο ρυθμό του. Τα σφαιρίδια ακινητοποιήθηκαν εντελώς, αλλά αυτός δεν το πρόσεξε.  Είχε εκείνη πια ντυμένη σε μονόχρωμες πινελιές, λιτή σαν εκείνον, με μια καρδιά να χτυπά σαν μια αγάπη γκρεμισμένη
γιατι εκείνος,

ήταν η εμμονή [της].  




Τρίτη 15 Μαρτίου 2016







-Tην επόμενη φορά πρέπει να μιλάς σε τρίτο πρόσωπο...
-OK .... διάλεξε έναν απο τους εαυτούς μου και μίλα του!

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016




Ήρθε η άνοιξη ξανά.
Κοντοστάθηκα μπροστά σε μια βιτρίνα με κούκλες ντυμένες με υπέροχα χρώματα ρούχων γυναικείων.  Στη βιτρίνα μπροστά, έτσι, χωρίς κανένα σκοπό να δω το εμπόρευμα, με το μυαλό μου γεμάτο αποκόμματα ανακοινώσεων προαναγγελθέντων συμβάντων, παρατηρούσα αυτό που δεν έβλεπα τελικά, τον εαυτό μου.  Η αντίθεση της μαύρης καπαρντίνας μου με τα floral παιχνιδιάρικα ρούχα στα άψυχα ομοιώματα έδειχναν μια περίεργη αντίθεση του ρεαλιστικού μου με το σκηνοθετημένο τους.  Έσυρα ανήμπορα το βλέμμα μου μέχρι τα μάτια τους και είδα ότι αυτά τα άψυχα καλοντυμένα ανθρωποειδή ήταν  πιο εκφραστικά από τους ανθρώπους που με προσπερνούσαν. Πρέπει, εκείνοι που τα έφτιαξαν να ήξεραν τι σημαίνει σιωπή στα μάτια μας και θα ήξεραν, ίσως, ότι τα σιωπηλά βλέμματα είναι εκείνα που δεν έχουν φωνή στην ψυχή τους.
Δεν αντιλήφθηκα το χρόνο μπροστά σε αυτό που με άδειαζε σε εκείνη τη βιτρίνα, αλλά η υπάλληλος βγήκε ξαφνικά και μου είπε «ξέρετε τα φορέματα έχουν καλές τιμές!», «θέλετε να έρθετε μέσα να δείτε;». Χαμογελώντας της απάντησα ότι θα μπω μια άλλη φορά σίγουρα.  Ξαφνιασμένη από την απρόοπτη διακοπή του ρεαλιστικού μου με το σκηνοθετημένο τους, ξεκίνησα να προχωρήσω, αλλά η κοπέλα που εργαζόταν στο κατάστημα γυρνάει και μου λέει.  Ξέρετε ο κόσμος είναι κουρασμένος πλέον για να κοιτάζει, αλλά εσείς παρατηρούσατε τη βιτρίνα λες και βλέπατε τον εαυτό σας και είπα μήπως θα θέλατε να [τον] δείτε μέσα σε ένα τέτοιο δροσερό λουλουδάτο φόρεμα.  Σαν κεραυνός με διαπέρασαν τα λόγια της.  Πρώτη φόρα δεν ήξερα τι να απαντήσω. Πρώτη φορά μου είπαν και μάλιστα με τον πιο ευγενικά επιδέξιο τρόπο ότι μέσα μου μοιάζει να  ζει ένας παγερός χειμώνας. Της έδωσα το πιο γλυκό μου χαμόγελο και απομακρύνθηκα.
Άρχισε να ψιχαλίζει.  Καθώς περπατούσα το πλακόστρωτο γυάλιζε σαν κρυστάλλινος αεροδιάδρομος.  Σκέφτηκα πως πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες  μου θα έπρεπε να στοιχηματίσω την ισορροπία  μου.  Τι σκέφτομαι ώρες ώρες……  Μια πτώση ρεαλισμού!  Λάθος σκέψεις σε λάθος στιγμές αποσπούν τη ροή σου.  Είναι και το άλλο που πιο μακάβρια εικόνα ξεπηδούσε μέσα μου. Σωστές κουβέντες σε λάθος στιγμές, που φέρνουν μια άλλη πτώση, εκείνη της ματαίωσης, αλλά πότε λογίζονται οι σωστές στιγμές στη ζωή μας; Πριν την πτώση ή μετά;  Ακριβοθώρητος ο συντονισμός τους. 
Έφτασα σπίτι αργά, το απόγευμα, νοτισμένο από την ψιλή βροχή, έφευγε μέσα στον αναμενόμενο χρόνο της νύχτας. Μπήκα στο σπίτι και πέταξα τις γόβες από τα πόδια μου.  Πονούσα από κούραση και βαρεμάρα. Έτρεξα στο δωμάτιο και εκεί, στο μεγάλο παλιό καθρέφτη, με κοίταξα καλά με τη μαύρη καπαρντίνα ξυπόλητη. Κόντυνες είπα στον εαυτό μου όπως και οι χρόνοι που γυρνάς μέσα σου.  Χωρίς γόβες είσαι κοντή. Ξυπόλητη και γυμνή μοιάζεις άνοιξη χρυσό μου....
Πέταξα όλα τα ρούχα και έμοιαζα με άνοιξη.
Τελικά, θα πάρω εκείνο το δροσερό ελαφρύ λουλουδάτο φόρεμα.  Αύριο/
Θα προλάβω την άνοιξη σωστά;
Σωστά.