Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016




Κατέβηκα στον Άδη να βρω την πηγή της αλήθειας...
Είπαν, ότι η Αθανασία υπάρχει στα μάτια των ανθρώπων μόνο.
Στις φλέβες των ποταμιών που ξεχύνονται με ορμή στο χρόνο

Ανέβηκα έναν ουρανό να βρω την Αγάπη.
Είπαν ότι η ελπίδα κατοικεί στα λιβάδια της σάρκας των ανθρώπων μόνο.
Στα ακροδάχτυλά τους, καθώς αγγίζονται.

Βρέθηκα στη μέση παράλληλο των δύο για να ζήσω.
Είπαν, ότι πάντα ο θνητός πεθαίνει και αυτό είναι Μοίρα.
Στα μάτια του έρωτα που κουρνιάζει σε δύο καρδιές ενωμένες.

Έβρεχε φλόγες η Κατάρα μου
Έσταζε ιδρώτα η Απελπισία μου
Στέγνωναν τα χείλη μου από δροσιά.

Κοιμήθηκα κάτω από μια στέγη χωρίς παράθυρα.
Χωρίς πόρτες, ακάλυπτη μόνο σκέπαστρο οι σκέψεις μου.
Προσευχή κυλούσε στην καρωτίδα μου,
ίσως ήταν ένα ποίημα αγέννητο,
Μια μπουκιά πείνας για ζωή.

Ταπεινώθηκα για να φυτέψω σπόρους στοργής στα χέρια σου.
Ξύλινα έμοιαζαν τα αγγίγματά σου
Σαν νεκρός,
Να προσπαθώ να γίνω το Θείο που θα σε ανάσταινε
Φίλησα τα μάτια σου στο αντίο
Με κράτησαν οι καταιγίδες, πάθος μου.

Βρέθηκα στο ταξίδι του πουθενά και του μάταιου
Χωρίς να υπόσχονται οι στιγμές τον επίλογο
Ταπεινώθηκα για να μαζέψω τα στάχυα να ταΐσω
την καρδιά σου.
Ξύλινα τα χέρια της Μοίρας μας
Άδεια δροσιάς τα μάτια της αγάπης.
Πιο ζωντανοί δεν θα είμαστε ποτέ μάλλον
Και ο κόσμος να ποτίζεται από αίμα πλέον.

Οργή μου, ειρήνη μου, νερό μου και φωτιά μου
Δεν υπάρχει ούτε ουρανός, ούτε κόλαση για εμάς
Θνητοί άστεγοι στο πεπρωμένο μας και ματαιόδοξοι οι χρόνοι μας
Σταγόνα σταγόνα στάζει το ποτάμι πριν στερέψει
Και μια θάλασσα γεννιέται με κύμα και νύχτες.

Κοιμήθηκα κάτω από ένα δέντρο
γεμάτο κρυφές φωλιές ευχών
και εκεί, έθαψα την κραυγή μου στις ρίζες του.
Αποκοιμήθηκα στο χώμα μιας γης ορφανής
σαν μωρό που ζητούσε να τη θηλάσει. 

[Η κάθοδος]





Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Πέταξε όλη τη σκόνη από τη ζωή της.
Στάθηκε ολόγυμνη στην αγκαλιά του, έκλαψε για τη λύτρωση.
Δεν την ένοιαζαν ούτε οι χαρακιές που ακόμα να κλείσουν στη σάρκα της
Δεν την ένοιαζε ότι την ευτελιζαν  κάθε μέρα σαν αντικείμενο με μια ταμπέλα τιμής
Τα πέταξε όλα. Τα έκαψε όλα.
Ένιωθε μόνη και ελεύθερη.
Τόσο ελεύθερη που έγινε σκοτάδι, έγινε φως, έγινε άνεμος, έγινε θάλασσα.
Ελεύθερη χωρίς υπόσχεση, χωρίς ματαίωση.
Τα πέταξε όλα από τη ζωή της.
Κυρίως το θάνατο. Κυρίως αυτόν...
Άλλωστε δεν έμεινε τιποτα για να της πάρει.