Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Μελάνιασαν τη χείλη σε κρύα μονοπάτια σκότους.
Γδάρθηκαν τα χέρια, καθώς τυφλά και απεγνωσμένα
έψαχναν να φάνε τα σκορπισμένα ψίχουλα στοργής.
Φλέβες έτοιμες να σπάσουν από απόγνωση και απελπισία,
Ζητιάνοι ακούστηκαν να εκλιπαρούν να ντυθούν βασιλιάδες.
Άδειες ψυχές και γεμάτα στομάχια από εδέσματα σκουληκιασμένα.
Τέτοιο τραπέζι έχει η κόλαση.
Ιδρώτας να τρέχει σαν καταρράκτης αγωνίας
Και γυμνοί να τρέχουμε σαν ελάφια στο δάσος του πάθους.

Ποδοπάτησα κάθε εξουσία του μυαλού σου πάνω στο κορμί μου
και έσκισα με λεπίδες τα σεντόνια της αμαρτίας μου.
Τώρα, σε βρήκα κρυμμένο παιδί στη σκοτεινή άβυσσο
Φοβισμένο ξημέρωμα, λυπημένη νύχτα.
Γκρέμισα την κερκόπορτα του απροσπέλαστου μυστικού σου.
Πολέμησα, ηττήθηκα στα σκοτάδια και νίκησα ουρανούς σου.
Τώρα, σε βρήκα ύδωρ σ’ ένα κόκκινο ποτάμι μίσους.
Τέτοια, διασχίζουν τα λιβάδια της αβύσσου,
Πελώρια τα δέντρα πνίγουν το φως πριν φτάσει γη.

Μελάνιασαν τα χείλη σε κρύα μονοπάτια σκότους.
Γδάρθηκαν οι παρθένες ξυπόλητες σε χορούς μεθυσμένους.
Ζητιάνοι ακούστηκαν να εκλιπαρούν να ντυθούν βασιλιάδες.
Τέτοιο βασίλειο έχει ο Άδης.
Κουρελιασμένος και εσύ, τυφλός περπατάς σε άδειους δρόμους.
Έρημους από ευτυχία και δροσιά.
Καίγεσαι/ Καίγομαι σε ανύπαρκτες φλόγες.
Και γυμνοί Αλήθεια, όμοιοι να είμαστε κοντά,
ο ένας μέσα στον άλλον, κουβάρι τα φιλιά μας,
να ζεσταίνουμε τα παγωμένα χέρια που κρατούν
τις ξεριζωμένες  καρδιές μας.
Τέτοια ψυχή έχει η Μοίρα μας
Απόκληροι από ευτυχία, αλύτρωτοι από αγάπη.


[Άτιτλο]


  

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

«Δεν απέμεινε και  τίποτα σήμερα…», γύρισε και της είπε με μια ήρεμη φωνή, ίσως λυπημένη.  «Θα σου διαβάσω όμως το βράδυ,  τον Καπετάν Μιχάλη που σου αρέσει από το βιβλίο του Καζαντζάκη».   Τα μάτια της καρφωμένα στο ταβάνι, ήταν σαν να μην έδινε σημασία στα λόγια της κόρης της, αλλά τα άκουγε όλα.  Τα καταλάβαινε όλα.  Οι παλάμες της σφικτές σε γροθιά έκαναν τις λεπτές εύθραυστες φλεβίτσες της να είναι πορσελάνινες, έτοιμες να σπάσουν, σαν μεταξωτές κλωστές έμοιαζαν. 
«Δεν απέμεινε τίποτα ιδιαίτερο σήμερα από τη μέρα μου μαμά.  Κάτι σπασίματα λεπτών στο γραφείο, κάτι αδιάφορα βλέμματα ανθρώπων στο δρόμο μου και που και που έσκαγε και μια μυρωδιά από καμένη καραμέλα στην ατμόσφαιρα.  Σου αρέσει η μυρωδιά της καραμέλας;»
Τα ματάκια γύρισαν και την κοίταξαν.  Άκουσε την κατάλληλη λέξη «καραμέλα».  Παιδί κατοχής, της είχε μείνει η γεύση.  Η μυρωδιά που ερχόταν από το παράθυρο,  αλλά που δεν γευόταν κανένα παιδί στον τότε καιρό της Κατοχής.  Μια φορά, ένας στρατιώτης γερμανός, που πέρασε από μπροστά από το σπίτι τους, κάτω στον Πειραιά κοντά στο λιμάνι και  ζήτησε νερό από τη μάνα της, της πρόσφερε μια καραμέλα, αλλά εκείνη πολύ μικρούλα και τρομοκρατημένη δεν την πήρε.  Μάλλον εκείνη την καραμέλα πρέπει να θυμήθηκε.
«Λοιπόν, αν φας όλο το φαγητό σου το βράδυ θα σου δώσω merenda.  Αν φας, καραμέλα  θα σπάσουμε τα δοντάκια».  Ποια δοντάκια …τα ελάχιστα που τις είχαν απομείνει.
Δεν της άρεσε η αντικατάσταση της λιχουδιάς. Την καραμέλα ήθελε εκείνη και γύρισε τα μάτια στο κενό της και οι γροθιές σφιχτές σαν να κρατούσαν πολύτιμο θησαυρό.
Πονούσε η μέση της και η κούραση βελόνες έμπηζε στο σώμα της.  Πονούσε πολύ αλλά πιο πολύ μέσα της.  Είδε το πιάτο που κρατούσε στα χέρια της και μονολόγησε «δεν έφαγε σχεδόν τίποτα πάλι».
Δεν απέμεινε τίποτα.  Ούτε φως, ούτε σκοτάδι. Μια ευθεία διαδρομή χωρίς εναλλαγή στα χρώματα.  Ούτε σκιές υπήρχαν, ούτε καν αυτές  κρατούσαν παρέα.  Μόνο η σιωπή μέσα στο σπίτι απλωνόταν σαν δίχτυ αράχνης που σκέπαζε κάθε ήχο απ΄ έξω. 
Ήρθε η νύχτα.  Συνεπής στην ώρα της, συνεπής και εκείνη για το βραδινό της μητέρας της «της μικρής» όπως την αποκαλούσε στους φίλους της. Ήταν η μικρή της. 
«Θα το φάμε όλο τώρα εντάξει;  αλλιώς σοκολάτα δεν έχει». Τα ματάκια σαν μικρά αναμμένα καρβουνάκια την κοίταξαν χαμογελαστά.  Έλαμπαν από την προσμονή της γεύσης του γλυκού εδέσματος. Τι όμορφη εικόνα αυτά τα χαμογελαστά ματάκια γεμάτο έκφραση, πόσο τις έλειπαν.  Ήταν μπουκιά οξυγόνου να την βλέπει να μιλά έστω με το βλέμμα της. Να βλέπει να χαράζει μια αμυδρή έκφραση, μια σύσπαση ρυτίδας στο προσωπάκι της.  Να την βλέπει να νοιώθει.
Έφαγε 5 κουταλιές κρεατόσουπας όλο κι όλο και μετά σφάλισε το στόμα.  Δεν υπήρχε άλλη επιλογή παρά να της δοθεί η κουταλιά με την merenda
Η νοστιμιά της κουταλιάς την έκανε ευτυχισμένη μέσα στο λήθαργο της αρρώστιας της.  Κάθε κύτταρο στο κουρασμένο σώμα της ζωντάνεψε από τη λιχουδιά αυτή.  Γύρισε το βλέμμα της, που άλλοτε απλανές μαστίγωνε την καρδιά του παιδιού της, που ήξερε ότι ο καιρός πλησιάζει να την πάρει, και ήταν ένα βλέμμα ευτυχισμένο και με ευγνωμοσύνη.  Η μια γροθιά σηκώθηκε. Άνοιξε η παλάμη σαν λουλούδι που θέλει να το ακουμπήσει η στοργή του ήλιου και άγγιξε το πρόσωπο του παιδιού της.
-καραμέλα;  ψέλλισε ανέλπιστα
-Ναι καραμέλα καλό μου, κοιμήσου τώρα.

Δεν απέμεινε τίποτα.  Ούτε φως, ούτε σκοτάδι.  Μια ευθεία διαδρομή χωρίς επιστροφή πορείας.  Ούτε σκιές υπήρχαν.  Έκλεισε το φως του δωματίου της και ο πόνος στο σώμα, εκεί, επίμονα να την χτυπάει παντού.  Δεν την ένοιαζε όμως.  Ήταν ευτυχισμένη που έστω για μια στιγμή νίκησε το λήθαργο της μάνας της. Μια στιγμή νίκης.  Ναι για μια στιγμή νίκησε το θάνατο, αυτό της έδωσε κουράγιο για ό,τι θα επακολουθούσε….

Το φως έκλεισε και το σκοτάδι κλείδωσε τις σκιές κοντά της.


Το γοβάκι το κρατάει ο πρίγκιπας,
αλλά εσύ μείνε ξυπόλητη να χορέψεις.
Μείνε με γυμνά τα πόδια σου να ακουμπούν τη γη.
Κοίταξέ τον καλά!
Βασικά έχει μάτια κόκορα και γλώσσα φιδιού,
λαιμό λύκου για αυτό και γυρνά μονοκόμματα 
στις στροφές του tango. 
Κοίταξέ τον!
Έχει αποστηθίσει βιβλία και λέξεις
από πληγωμένους ποιητές.
Τους έχει όλους καταβροχθίσει στο μυαλό του.
Θα σου απαγγείλει στίχους με υποσχέσεις
και "μαζί" θα σου ζητάει να τελειώνετε στην κάθοδο
στον Άδη. Εκεί, που σβήνουν οι αστραπές μετά από μανία
πάνω στο κορμί σου.
Για αυτό χόρεψε ξυπόλητη μαζί του,
σαν τσιγγάνα και όχι σαν βασιλοπούλα.
Ψιθύρισέ του ότι είσαι μάγισσα
και ότι καμιά σκλαβιά ερώτων του
δεν σε δένουν μαζί του. 
Χόρεψε όμως με γυμνά τα πόδια
ξυπόλητη.....
αλλιώς, θα κάνει δική του την καρδιά σου
και θα σε κατασπαράξει.
Ξυπόλητη τ
ακούς;
σαν μαγεμένο φεγγάρι.
[Στ. Θ]




Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Πρέπει να ζήσω.

Να σκέφτομαι κάθε ξημέρωμα που γεννιέται στη ζωή μου
και να το ταΐζω παλμούς από την καρδιά  μου.
Είναι τόσο εύθραυστο το ξημέρωμα κάθε φορά
και βυζαίνει με τόση λαιμαργία και λαχτάρα
στιγμές μου, που με πονάει.
Πρέπει να το ακουμπάω
με όση στοργή κυλάει
στις φλέβες μου και οι παλάμες μου
να γεμίζουν δροσιά από τη νιότη του.

Πρέπει να συνεχίσω.
Να γκρεμίζω τους εφιάλτες
που πολεμούν τη γαλήνη μου τη νύχτα
και να σκάψω λάκκους να θαφτούν όλοι.
Πρέπει να συνεχίσω να σ΄αγαπάω
ακόμα και αν σκιά έγινες μέσα μου,
να σου φέρνω αυτό το μωρό που γεννιέται για την πλάση.
Να βλέπεις, να αγγίξεις, να οσφραίνεσαι, να νοιώσεις.....
το απαλό του άγγιγμα, έτσι όπως ανασαίνει για
να κρατηθεί από τις ηλιαχτίδες,
καθώς βγαίνει από τη σκοτεινή μήτρα της ζωής.

Πρέπει να ζήσω.

[Στ. Θ]

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Δεν έχω πολλά να σου πω πια….

Ανοίγω σελίδες για να τις γεμίσω μια τραγωδία λέξεων
που οδηγούνται στο γκρεμό.
Κάθε μέρα ένα ταξίδι
να σε βρω…
για να σε πυρπολήσω και να σε βυθίσω.

Μανιασμένα τα κύματα στη σκέψη...
Σε μια θάλασσα που είναι κόκκινη
από αίμα. Το δικό μου!
Και διψά ο Ποσειδώνας και διψούν
οι γοργόνες και τα πλάσματα του βυθού
από τις ψυχές μας.
Και αν αυτές οι σελίδες στέκονται σφυρηλατημένες
από ατσάλι του πολέμου
είναι γιατί διψά η ψυχή για εκδίκηση.

Κάποτε, σε χάιδευα ανάσες και χάδια
αφημένα δάχτυλα να γραπώνονται
από τον πόνο της ηδονής πάνω σου.
«Γράπωσε αγάπη μου», έλεγες, την αρχή μας.
«Γράπωσε δυνατά να μη φύγω από πάνω σου,
να μην φύγει κανένα ξημέρωμα από κοντά μας».

Ανοίγω σελίδες για να τις γεμίσω μια τραγωδία λέξεων
που οδηγούνται στο γκρεμό.
Κάθε μέρα ένα ταξίδι να σε βρω
για να πυρπολήσω το ψέμα σου που
πάνω σ΄ αυτό το λουστραρισμένο σκαρί του
με ταξίδευες.
Διψά ο Ποσειδώνας, διψούν οι γοργόνες
και τα πλάσματα του βυθού
από τις ψυχές μας….

Θα σε συναντήσω λοιπόν
«στο  βυθό»
που έλεγε ο ποιητής εκείνος….
εκεί, που παραλύουν οι προδοσίες
και η άβυσσος να καταβροχθίσει
ό,τι σάπιο γεμίζει την αυτάρεσκη
μορφή σου.

Να φτάσει η ματιά του γερακιού
στο βάθος του ουρανού
και η θάλασσα πάντα κόκκινη
να διψά το ναυάγιο…..
και αυτό το ποίημα να τελειώνει
απότομα όπως ένας απροσδόκητος θάνατος.


Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Η Χιονάτη δεν ήταν ένα απλό παραμύθι. Ήταν μια ιστορία αληθινή,
με το καλύτερο personal management ever. Οι επτά νάνοι δεν ήταν κοντοί. Ήταν όλοι σε μέγεθος πιο πάνω από τους ανθρώπους γιατί έκαναν πολλά, πολλά κατορθώματα και η Χιονάτη ήταν ο ηγέτης τους. Την θαυμάζω τη Χιονάτη, όχι γιατί έσπασε το μαγικό καθρέφτη και εξόντωσε την κακιά ζηλόφθονη βασίλισσα μητριά της, αλλά, γιατί έσπασε το καλούπι του αθώου κοριτσιού και μπήκε στο μαγεμένο δάσος να χαθεί από τις νόρμες. 
Εκεί, βρήκε ότι το παραμύθι γίνεται για να το αντέξουν οι άλλοι, oi απλοί απλοϊκοί θνητοί, αλλά εκείνη ήταν ......απλά "εκείνη". Μια ενοχική αθωότητα!. Τι αντίφαση ε; 
Οι 7 νάνοι την βρήκαν για να τους βάλει σε μια σειρά, γιατί το αθώο πρόσωπό της καθρέφτιζε φως και αλήθειες. Αυτή ήταν η δύναμή της, αλλά και η κατάρα της.
Δεν ήταν παραμύθι η Χιονάτη, ήταν μια αλήθεια που θα εξελισσόταν χρόνια μετά σε μια άλλη κοινωνία, σ΄ ένα άλλο σύμπαν. Ήταν pioneer η Χιονάτη και ο Πρίγκιπας; Χαμογελώ. Ήταν απλά ένας ωραίος που μπήκε για να κάνει κάτι πολύ χειρότερο από το να της δώσει να φάει το δηλητηριασμένο κόκκινο μήλο. Τη φίλησε για να της κλέψει τη καρδιά της που κοιμόταν στο θάνατο. Τη φίλησε να σκλαβώσει το φως και την αλήθεια της, να την πάρει από τον αιώνιο ύπνο και να την κάνει δική του. 
Δική του.