Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

Η ευτυχία έχει γεύση…..

Την κοιτούσε όλο το βράδυ. Να στέκεται δίπλα του με μάτια να λάμπουν σαν φαναράκια που οδηγούσαν κατευθείαν στην ψυχή της.  Περίμεναν την αρχή του Νέου Χρόνου. Κρατούσε το ποτήρι της σαμπάνιας και τα χείλια της γέμιζαν από τη γεύση της.  Γύρισε τότε και της ψιθύρισε στο αυτί της ενώ ήταν μόνοι «Θέλω να σε πιω …..Να γευτώ τη γεύση σου»
Τον κοιτούσε μ΄ αυτό το βλέμμα της, το βαθύ σαν θάλασσα που θα έλεγες ότι ήταν πειραχτικό, ειρωνικό  σαν να ήθελε να τον ακινητοποιήσει σαν αρπαχτικό που αιφνιδιάζει το θήραμά του.  Γύρισε και του είπε σκύβοντας κοντά του «είμαι η σαμπάνια σου; Θα σε μεθύσω…». 
Αυτό το βλέμμα έσκιζε τη σάρκα του και το αίμα έτρεχε δυνατό στις φλέβες του. Ακινητοποιήθηκε. Τότε,  άπλωσε το χέρι της και πήρε την παλάμη του. Την άνοιξε  και έτρεξε την κόγχη της υγρής, από τη σαμπάνια, γλώσσας της μέσα στις φλέβες που χαράσσουν λένε το πεπρωμένο και έφτασε μέχρι τις φλέβες του καρπού του.   Ένιωσε τη δροσιά της στο αναμμένο από πόθο κορμί του,  κάτι σαν μυρμήγκια να τρέχουν στη σάρκα του, έτσι ένιωσε την απόκοσμη ανατριχίλα του, όταν τον «γευόταν» εκείνη.  «Ξέρεις, της λέει, οι άνθρωποι δεν γράφουν τη χαρά σε λέξεις, ούτε σε γράμματα, πόσο μάλλον σε ποιήματα και στίχους τραγουδιών.  Συνήθως, όχι πάντα όμως, γιατί οι άνθρωποι την κρατούν εγωιστικά δική τους.  Με τη θλίψη και τον πόνο πλημμυρίζουν την τέχνη τους. Δες όλα τα τραγούδια.  Όλα μιλούν για προδοσία, πόνο, αγάπες που ναυάγησαν και θάνατο.  Ποτέ η χαρά, η ευτυχία δεν έλαχε τέτοιας τιμής και έκτασης αποτύπωσής τους στην  Τέχνη». 
Σταμάτησε άξαφνα και τον κοίταξε  ρωτώντας τον «είσαι εσύ τώρα ευτυχισμένος;».  Τα μάτια του την κοίταξαν σχεδόν με στοργή. Το άγριο βλέμμα του επιβήτορα χανόταν σιγά σιγά. «Είμαι όταν σε βλέπω να χαμογελάς. Όταν εδώ, αυτή τη στιγμή τη φευγαλέα, που δεν την αγγίζει ακόμα η νοσταλγία, μου δίνεις αυτήν τη δύναμη να κινήσω την πέτρα από την καρδιά σου».
Άφησε το χέρι του σαν να την χτύπησε ένας δυνατός άνεμος που την πέταξε μακριά από τη σάρκα του. Το αρπακτικό άγγιγμα της μάγισσας έσβησε το ίδιο. Πέτρα στην καρδιά ψιθύρισε, αλλά δεν έβγαλε καν μιλιά.  Όλα μέσα της τα συζητάει και οι ερωτήσεις να κρέμονται από μια λεπτή κλωστή πάνω από το χάος.  Ναι πέτρα και την είδε.
«Ορίστε είδες! Πάλι μελαγχόλησες και τώρα με κάνεις να είμαι λυπημένος»
Έσκασε ένα παιδικό γελάκι στο πρόσωπό της και πετάχτηκε σαν ελατήριο και του έσκασε ένα δυνατό φιλί στα χείλια του. Ήταν τόσο δυνατό που νόμισε ότι του έδινε όλη την ανάσα της.
Το ξημέρωμα του Νέου Χρόνου τους βρήκε σε μια φωλιά από αγκαλιές.  Εκείνος δεν κοιμήθηκε. Ήθελε να επαγρυπνεί να μη χαθεί η ευτυχία του.  Ίσως… για την ευτυχία του, γιατί, για πρώτη φορά δεν τον ένοιαζε αυτό, αλλά να την δει να κοιμάται γαλήνια κοντά του χωρίς τη λύπη της να την σκεπάζει.  Ο ύπνος της ήταν τόσο όμορφος και γλυκός γεμάτος γύρη, σαν λουλούδι που ανασαίνει στο αγκάλιασμα της Άνοιξης.  Μύριζε όλη λουλούδι αλλά όχι ένα.  Πότε γαρδένια, πότε γιασεμί, τριαντάφυλλο.  Λες και ξάπλωσε μαζί της σ΄ έναν κήπο λουλουδιών ποτισμένα με δροσοσταλίδες πέταλα.  Ήταν ευτυχισμένος; 
Την ξύπνησε το άρωμα του φρεσκοψημένου καφέ που έφτιαξε εκείνος.  Άπλωσε τα γυμνά της πόδια προσεχτικά σαν πεταλούδα πάνω στα πρώτα βήματα της νέας υπόσχεσης του χρόνου και έτσι γυμνή βρέθηκε να τον αγκαλιάζει καθώς εκείνος έκοβε το ψωμί για το πρωινό.  Του άρεσε να μαγειρεύει.  Η μαγειρική ήταν η δική του τέχνη. Μια τέχνη που μόνο στοργή είχε, αφού πίστευε και τον έκανε να νοιώθει ότι όλα έχουν να κάνουν με την ωραία γεύση.  Ακόμα και η ευτυχία με τη γεύση έχει να κάνει.  Τι στοργή να δίνεις ωραίες γεύσεις και να ταΐζεις έτσι μια άλλη ύπαρξη!
Της άρεσε αυτό το ρήμα «γεύομαι» και πόσο γεμάτο με αισθήσεις ακουγόταν.
Δεν ήξερε ακόμα να του απαντήσει αν ήταν ευτυχισμένη.  Για κάποιους ανθρώπους η ευτυχία μπερδεύεται σε μια χρονική ευθυγράμμιση. Πόσες στιγμές χαράς, ηδονής, παιχνιδιού, γεύσης, παύσης χτίζουν τη λέξη αυτήν «ευτυχία».  Την μπέρδευαν αυτά σαν μια μαθηματική εξίσωση και δεν ήταν ποτέ της καλή στα μαθηματικά, ιδίως, αν ο άγνωστος Χ ήταν ο Έρωτας, οπότε και ο Ερωτών ήταν η λύση της εξίσωσης. Μια απάντηση, από την άλλη, μπορεί να κλείσει μια τέτοια λέξη;
Εκείνος πάλι, δεν την ρώτησε αν είναι ευτυχισμένη.  Δεν ήθελε να την υποχρεώσει, να του δώσει μια απάντηση ή να την χρεώσει ένα αίσθημα που δεν φυτρώνει σε πέτρα επάνω.  Εκείνη όμως το κατάλαβε και όταν γεύτηκε το  petite madeleine με σοκολάτα, που είχε αυτός ψήσει, τον κοίταξε και τον ρωτάει.  «Ξέρεις τι γεύση έχει το  petite madeleine ;».  Την κοίταξε και ήταν έτοιμος να ξεκαρδιστεί στα γέλια, αλλά εκείνο το βλέμμα της ήταν πάλι βαθύ και σοβαρό, οπότε….. «τι γεύση έχει μικρό μου;»
«Ευγνωμοσύνη» απάντησε.  «Η ευτυχία για μένα είναι ευγνωμοσύνη, για όλα, που μένουν σε μια παύση του χρόνου χωρίς την τριβή του, χωρίς να χαθούν πριν καν τα γευτώ». 
«Είμαι ευγνώμων. Τώρα είσαι ευτυχισμένος;»
«Είμαι ευτυχισμένος  που είσαι εδώ αυτή τη στιγμή με την ψυχή σου. Καλή χρονιά μικρό μου».


Η ευτυχία, για εκείνη, ήταν ένα φιλί του με γεύση  petite madeleine και για εκείνον……
εκείνο το δυνατό υγρό φιλί με τη γεμάτη γεύση της που του έδωσε.

 
[Πάει ο παλιός ο Χρόνος].
 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου