~Πολλές ιστορίες μπορώ να ζήσω σε μια μόνο θα σβήσω~.
Πήρε το κινητό στα
χέρια της. Τα ένιωθε δεν τα ένιωθε έτσι ξηλιασμένα από το κρύο ενός χειμώνα σκληρού στα όνειρα. Έγραφε τις πρώτες λέξεις και τις έσβηνε ξανά. Δύσκολη παγωνιά σε δύο ψυχές.
Έγραψε πάλι τις λέξεις που έπρεπε να στείλει. Η φλέβα στην
καρωτίδα δυνάμωνε από τον παλμό της έντασης.
Κυλάει ένα ποίημα σε αυτήν την φλέβα και είναι τόση δυνατή η ροή του. Πολλά
λόγια γράφτηκαν, πολλά χάθηκαν. Πολλά
μαστίγωσαν. Πολλά λυπήθηκαν και τα πουλιά να πετούν στο Νότο χωρίς φωλιά. Άκουγε το κελάηδισμα του αποχαιρετισμού τους
που έφευγαν χωρίς ρίζες, μόνο με ανοιχτά
πανιά τα φτερά τους σε γαίες μακρινές. Εκεί, όπου το δειλινό θα συναντήσει την
αυγή του.
Κοίταξε τον ορίζοντα και τα μάτια της χάθηκαν σε αυτόν το μακρινό χρόνο που δεν είχε
το τέλος. Ένα ποίημα κυλάει στις φλέβες στους
μεσημβρινούς των καρπών της και πάλλεται η καρδιά και τα δάκρυα
παγωμένα έφταναν στον γκρεμό των χειλιών της και γίνονταν καταρράκτης. Δύσκολη η παγωνιά σε δύο καρδιές.
Αποστολή μηνύματος.
Αναφορά ότι έφτασε στο γκρεμό του.
Η νύχτα άχνιζε παγωνιά και φώτα ξένα από τα άστρα και το φεγγάρι. Πόλεις φωτισμένες από αλλόκοτες επιγραφές, όπως και οι ζωές των
κατοίκων τους. Κοίταξε την άσφαλτο. Τα
πόδια της ακούνητα. Το μήνυμα εστάλη.
Ακίνητος ο χρόνος και η ανάσα της. Η
πόλη μόνη στην πολυκοσμία της.
Μουσική από ένα σπασμένο στίχο πετάχτηκε από το κινητό ενός
περαστικού. Το μήνυμα εστάλη. Η νύχτα ξένη στον έρωτα. Οι περαστικοί μόνοι
και αμίλητοι. Ζευγάρια σε έκσταση
σιωπής. Όλα ακίνητα. Πέρασε η ώρα και η αυγή χάραζε
μέσα της σαν λεπίδα τα αρχικά του και το μήνυμα στο κινητό έδειχνε στα χέρια
της «εστάλη».
Αποκοιμήθηκε σε ένα παγκάκι. Περίμενε να αρχίσει ο ήλιος να
της μιλά. Όλα άρχισαν ξαφνικά σαν όνειρο
και τέλειωναν σε ένα αναπάντητο μήνυμα.
Το ξημέρωμα υγρό ανελέητα παγωμένο, απόξενο. Οι πόρτες άνοιγαν ανθρώπους και θόρυβο
πρωινού. Καφές ζεστός απλωνόταν στην ατμόσφαιρα, όλα φυσικά γεμάτα. Χωρίς μηνύματα, χωρίς λέξεις κατάματα,
χωρίς κενά. Όλα σε απίστευτη κίνηση γύρω της. Ο κόσμος, τα γέλια των παιδιών για το
σχολείο, κάπου ένα πιτσιρίκι να κλαίει στην αγκαλιά του πατέρα του, ο καφές που
άχνιζε στους φοιτητές. Ένα ζευγάρι φιλιόταν
δροσιά που ξεδιψούσε το πάθος τους. Όλα
σε κίνηση και ο χρόνος να θριαμβεύει ροή.....απλή καθημερινή λιτή από λέξεις
και μηνύματα που εστάλησαν .
Σηκώθηκε μέσα σε ένα φως από ανθρώπους και ζωή. Τα παράθυρα άνοιγαν κούρνιασμα και εκείνος ο καφές, ζεστός
και οικείος ήρθε στα χέρια της από εκείνον που δεν απάντησε στο μήνυμα που του εστάλη. Κατάματα.
Πολλές ιστορίες μπορώ
να ζήσω σε μια μόνο θα σβήσω.
-Πάμε;
-Ναι.