Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015


Εκεί, στο σκούρο βαθυκόκκινο τοίχο σου πεταμένες στις ρίζες του τόσες τσαλακωμένες σελίδες.
Κλείσε τα μάτια και ακούμπησε τον. Παγωμένος σαν αίμα θανάτου.... λένε.
Και οι τσαλακωμένες λέξεις στις σελίδες μιλούν για αυτό που δεν θα ακουμπήσεις ποτέ, το βαθύ έρωτα.
Aυτόν που μόνο επιδερμικά χαιδεύεις, αλλά δεν ξέρεις τι άρωμα έχουν τα χείλια του.
Εκεί, στο σκούρο βαθυκόκκινο τοίχο σου, μένουν οι λέξεις, στάχτες που έκαψα απόψε.

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Κοιμήθηκα πάλι. 
Έγειρε το κορμί μου σαν μολύβι στον καναπέ.
Αφημένο και κέρινο, έτσι  λες και παρακαλούσε ένα θάνατο αλλά μισό.
Ξύπνησα αλλά δεν ξύπνησα σε πραγματικό χρόνο.
Ξύπνησα όμως και μου είχαν αναθέσει μια αποστολή!
«θα πας αυτό το πιάτο με τα τέσσερα κεφτεδάκια και μισό, στον κύριο
με τα σιωπηλά παράθυρα».
Μα! Ρώτησα, τέσσερα κεφτεδάκια και μισό! Γιατί μισό;
«Σιωπή! Αυτή είναι η δουλειά σου και μην τα πετάξεις κάτω».
Πέρασα από ένα μισοσκεπασμένο καθρέφτη μεγάλο και με χρυσή κορνίζα,
φλύαρο σε ξύλινο κέντημα στερεωμένο και κοίταξα τον εαυτό μου:
Ένα λεπτό σε ύφανση  λευκό μπλουζάκι σαν να ήταν φτιαγμένο από νεκρική γάζα  σκέπαζε το σώμα μου επάνω και μια μαύρη πλισέ φούστα μισοσκέπαζε την λεκάνη μου και πρόβαλε τα γυμνά λευκά πόδια, σαν τσουρεκάκια.
και στα πόδια, η γη απο κάτω, επικίνδυνα αφημένη να την καταπατούν........

Θυμάμαι ότι κρύωνα πολύ και πεινούσα. Η διαδρομή τεράστια και τα βήματα...
Ένα ένα - ένα ένα, αργά και νωχελικά.  Αχ και αυτή η ισορροπία να κρατώ τα τέσσερα
κεφτεδάκια και μισό στον πάτο του πιάτου,  μπας και ξεφύγουν σαν μικρά ξωτικά από το πιάτο προς τον γκρεμό της ελευθερίας....
Αχ πόσο πεινούσα! Αχ  πόσο κρύωνα! Αχ πόσο πεινούσα και πονούσα από τη γη που
ξέσκιζε το δέρμα μου σαν ηφαίστειο καιόμενο, σαν πυρετός.
Νομίζω ανέβαινε μέχρι τα χείλια μου που στέγνωνε, που διψούσαν, διψούσαν......
Μονολογούσα.  Είναι δυνατόν τέσσερα κεφτεδάκια και μισό;  Τι το θέλει το μισό;
Γιατί να μην το φάω τώρα που το λαχταρώ, που πεινώ.  Αχ πόσο πεινώ!
Κανείς δεν θέλει μισά πράγματα.  Μισή ζωή. Μισή Ανάσα, Μισό έρωτα!
Ο άνθρωπος πεινάει  για το όλο του.  Τι το θέλει το μισό...... κεφτεδάκι;

Πέρασαν ώρες και εγώ να κρατώ μια δυσβάσταχτη αποστολή.  Ένα πιάτο με τέσσερα κεφτεδάκια και μισό για τον κύριο με τα σιωπηλά παράθυρα.
Σε μια στροφή του διαδρόμου, ίσως να ήμουν σε ξενοδοχείο, απροσδιόριστος ο χώρος,
Η γη....
Σε εκείνη τη στροφή μισοζαλισμένη από την απελπισία μου ένα κεφτεδάκι  κύλησε πάνω μου.
Γεμάτο σάλτσες κόκκινες ήταν σαν αίμα να απλώθηκε από μια πλήγη που δεν προκλήθηκε από το «τίποτα», μόνο από τη δίψα και την πείνα μου. Η ρώγα στο βυζί φύτρωσε προκλητικά σαν να ήθελε αυτήν την ηδονή,  το άγγιγμα! 
Αχ γιατί να μην ήταν εκείνο το μισό κεφτεδάκι;  Αχ  γιατί τόσο μοιραία άδοξη η στιγμή;
Κραυγή ξεπήδησε από  το λαρύγγι μου και διπλώθηκα στα δύο .  Γονάτισα και ακούμπησα το πιάτο στο δάπεδο.  Πόσο πόνος η ματαίωση της πτώσης......
Πόσο άδικο να ξέρω ότι εκείνο το μισό κομμάτι από το ολόκληρο θα μου έδινε ευτυχία και όμως, δεν τολμούσα να το πιάσω και να το καταβροχθίσω. Να ξεπεινάσω, να δροσιστώ από ηδονή και χόρταση και ας ήταν μισό κομμάτι.
Ο άνθρωπος στο Τίποτα πεινά για το μισό, το μισοτελειωμένο, το μάταιο.

Τέσσερα κεφτεδάκια και μισό.....
Ξύπνησα και τα παράθυρα ανοιχτά σε ένα σκοτάδι  ενός κόσμου πεινασμένου, ήταν η Γη μου.  Ήμουν εγώ, εκεί στο Απέραντο του, αφημένη σαν πυρωμένο χώμα.

Ξύπνησα στο δωμάτιο με τα σιωπηλά παράθυρα με τέσσερα κεφτεφάκια και μισό δίπλα μου.

[τέσσερα κεφτεδάκια και μισό]

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Αφυδατωμένες επιθυμίες. Εφιάλτες να σε κατασπαράζουν χωρίς καν να σε αγγίζουν.
Να χτυπάς μπουνιά στον τοίχο και να μετά...
ω! μετά, να απλώνεις μακιγιάζ επάνω σου, να βάφεσαι σαν φτηνός πόθος,
ένα τρένο, μια διαδρομή.
Ένα κρακ να ακούς και να νομίζεις ότι διαλύεται ο σκελετός σου, αλλά οκ είσαι ακόμα εκεί,
πάνω σε μια διαδρομή σε σταθερές ράγες.
Δεν ακούει ουδείς ότι ραγίζεις

και αυτό είναι καλό, ίσως, αλλιώς τι άλλο μένει από τον οίκτο;
Οίκτος η μεγαλύτερη αποδόμησή σου.

[Ράγισμα]

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Αν δεν χαμογελάς στα όνειρα, τότε τι μένει; 
από το [άδειο μας] στην καρδιά, φυγάς να γίνεσαι...
και ποτέ να μην γεράσεις διψασμένος από αγάπη,
όχι αυτή που στάζει στα χέρια σου, σαν ανοιξιάτικο ψιλοβρόχη
αλλά από αυτή, που θα στάξει η δική σου καρδιά
ανάσα στην ανάσα μας.



Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015


Ναι το Φθινόπωρο έρχεται, βιαστικά, ερωτευμένο, διψασμένο από βροχές και δάκρυα.  Ακουμπάει κάθε ένα δέντρο και νοιώθει, νοιώθει που να πάρει (αυτό το γαμημένο ρήμα που σαν κύμα χτυπάει πάνω στην καρδιά μου).  Τα δέντρα μελαγχολούν το Φθινόπωρο και ίσως για αυτό αγαπώ το δάσος τόσο, γιατί μαζί με τα θλιμμένα γυμνά δέντρα δεν είμαι μόνη ποτέ.  Σηκώνω το βλέμμα και τα κοιτώ να προσπαθούν με τις άκρες τους να φτάσουν ουρανό.  Να τον ακουμπήσουν, να μπουν μέσα του.  Το φθινόπωρο έρχεται βιαστικά, σχεδόν λαχανιασμένα να προλάβει την αγάπη πριν ξεραθεί και στερέψει ελπίδα.  Έρχεται πιο διψασμένο και ερωτευμένο από ποτέ.  Πιο ερωτευμένο από κάθε τέλος ενός καλοκαιριού και εγώ ..... εγώ το κοιτώ και αφήνω από την καρδιά μου ένα λευκό περιστέρι να το χαιρετίσει......


https://www.youtube.com/watch?v=hDjtNsPLPK0


Ο μεγάλος ερωτικός είναι στα μάτια αυτών που αφόρισαν τα συμπλέγματα [τους] στα μάτια τους.
και κοιτούν κατάματα τα δικά [μας].