Κάθε πρωί περίμενε
στην αποβάθρα το τρένο των 7:50 για να την πάει στο γραφείο της. Κάθε μέρα το ίδιο δρομολόγιο, που ενώ το
βαριόταν θανάσιμα ήταν και το μόνο που της έδινε μια σταθερή πορεία. Δεν ήταν ο τύπος των ανατροπών εκείνη, αλλά
αυτές οι άτιμες οι ανατροπές πάντα την ακολουθούσαν συνέχεια και της έκαναν τη
ζωή άνω κάτω.
Κάθε πρωί, μια σιωπή ξημέρωνε μέσα της
και την τράβαγε με το ζόρι να σηκώσει το σώμα της, έτσι μολυβένιο από την
κούραση και τη βαρεμάρα και μ΄ αυτήν έφτανε με αργό βήμα στον καθρέφτη της. Με
ένα άδειο βλέμμα, ατροφικό από όνειρα, μιλούσε στο αγνώριστο είδωλο του χρόνου
λες και ήταν το μόνο που ήξερε ότι θα πάρει από αυτό τουλάχιστον μιαν
αλήθεια. Δυσεύρετη η αλήθεια στη ζωή. Καμιά φορά, την έπιανε πανικός όταν
καταλάβαινε ότι οι ρυτίδες ήταν αναπόφευκτες γρατζουνιές του χρόνου επάνω της,
παρόλο που δεν πονούσε. Πονούν τα άδοξα
περάσματα του χρόνου στη σάρκα, αλλά κυρίως, στην ψυχή. Πονούν αυτά τα άδοξα στη
ζωή που κυλούν σαν ποτάμι λάβας και τα καρβουνιάζουν όλα στο πέρασμά τους. Αυτά
σκεφτόταν μέχρι που έκλεινε την πόρτα πίσω της για να φύγει. Να φύγει για το συγκεκριμένο προορισμό της
και όχι για το πουθενά…..
Τι γοητεία έχει το ταξίδι χωρίς
προορισμό!
Έπιανε μια θέση δίπλα στο παράθυρο
ανάποδα στην κατεύθυνση του συρμού του τρένου.
Έβλεπε πιο καλά έτσι τις εικόνες στην διαδρομή της να απομακρύνονται
στην καθημερινότητα. Έφευγαν, όχι πίσω
της, αλλά μπροστά της και χάνονταν στο πέρασμα.
Της άρεσε λοιπόν αυτό και ήταν μια ζαβολιά που έκανε στη Μοίρα της. Να προσπερνά τις στιγμές της κινηματογραφικά! Γιατί όχι!
Μια μέρα, η διαδρομή έγινε
διαφορετική. Πρόσεξε ότι στη
συγκεκριμένη σειρά θέσης και βαγονιού καθόταν εκείνος. Ήταν η τρίτη φορά που τον συναντούσε
εκεί. Σκέφτηκε ότι ευτυχώς δεν ήταν η
μόνη που κρατούσε σχεδόν εμμονικά μια συγκεκριμένη θέση στο βαγόνι. Η θέση του ήταν δίπλα στο παράθυρο ακριβώς
απέναντί της. Μια ματιά του και ήταν σαν
ένα Καλημέρα που της το προσέφερε σαν ανθοδέσμη. Τα μαύρα του ίσια μαλλιά γυάλιζαν όταν έπεφτε
ο ήλιος επάνω τους και ναι ήταν γοητευτικά τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του. Της
φάνηκε ότι της μιλούσε αλλά δεν της μιλούσε πραγματικά. Έβαλε τα γυαλιά της να μην προδοθεί και γίνει
ρεζίλι. «Ω Θεέ μου τι αμηχανία» και
πνίγοντας το κοίταγμα σε μια επιμελημένη αδιαφορία έπιανε τη θέση της, που ως
δια μαγείας την περίμενε.
Η επόμενη φορά άρχισε να έχει την
αδημονία της συνάντησης. Έτρεχε να μη χάσει το τρένο των 7:50 και δεν τον
βρει. Έκλεινε την πόρτα βιαστικά και
κλείδωνε και τον άσπλαχνο καθρέφτη πίσω της.
Όλα ήταν τόσο ελαφριά πάνω της λες και δεν είχε τίποτα από όσα την
κούραζαν και εκείνη η σιωπή, που σκέπαζε σαν ομίχλη πνιγερή το ξημέρωμα, τώρα, συναντήθηκε
μ’ ένα τιτίβισμα ενός σπουργιτιού στα πρώτα βήματα του χειμώνα.
Δεν μιλούσαν και τα βλέμματα άρχισαν
να γίνονται δειλά. Υπήρχε όμως εκείνος ο
απίστευτος μαγνητισμός που δεν τους άφηνε σε ησυχία. Κοιταζόντουσαν μέσα από την αντανάκλαση του
παραθύρου. Πάλι ένας «καθρέφτης» μιλούσε
για αυτούς. Κάθε φορά, που τα βλέμματά τους
συναντιόντουσαν, έπεφταν αμήχανες οι στιγμές και τσάκιζαν τη διαδρομή. Ρωγμές στα δάχτυλα, στις φλέβες και πάλι το παράθυρο
να αποτυπώνει τις φιγούρες τους για να
σώσει την κατάσταση. Τότε, έκαναν μια
νοερή συμφωνία. Κάθε φορά που θα
κοιτούσε εκείνη έξω στο τοπίο της διαδρομής, που απλωνόταν σαν πεδιάδα ονείρων,
εκείνος θα μπορούσε να τρέξει το βλέμμα του πάνω της: στα μάτια της, στα χείλη της
στο λαιμό της. Να παρατηρεί την κάθε
φλέβα σ΄ αυτόν τον λευκό λαιμό της. Πιο
εύκολα άλλωστε έτσι, καθώς δύο άγνωστοι είναι και δεν έπρεπε να παραβιαστούν με τίποτα τα όρια της
καλά ασφαλισμένης ζωής τους. Δύο άγνωστοι λοιπόν που δεν θα πουν ποτέ την
ιστορία τους ούτε καν τα ονόματά τους, γιατί δεν χρειάζεται, σ΄ αυτήν τη ρωγμή της
διαδρομής τους, να έχουν ταυτότητα ο ένας για τον άλλον. Το αναπάντεχο δεν χρειάζεται διηγήσεις μόνο [το
νοιώθω] δύο ανθρώπων που αγγίζονται με σκέψεις.
Είναι η μόνη φορά που η σιωπή, που την φυλάκιζε κάθε πρωί σε αργό βήμα
υπαρξιακού θανάτου, λατρεύτηκε από εκείνη…..
[Μια απλή διαδρομή, μια τυχαία συνάντηση χωρίς
ιστορία.]