Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

«Δεν απέμεινε και  τίποτα σήμερα…», γύρισε και της είπε με μια ήρεμη φωνή, ίσως λυπημένη.  «Θα σου διαβάσω όμως το βράδυ,  τον Καπετάν Μιχάλη που σου αρέσει από το βιβλίο του Καζαντζάκη».   Τα μάτια της καρφωμένα στο ταβάνι, ήταν σαν να μην έδινε σημασία στα λόγια της κόρης της, αλλά τα άκουγε όλα.  Τα καταλάβαινε όλα.  Οι παλάμες της σφικτές σε γροθιά έκαναν τις λεπτές εύθραυστες φλεβίτσες της να είναι πορσελάνινες, έτοιμες να σπάσουν, σαν μεταξωτές κλωστές έμοιαζαν. 
«Δεν απέμεινε τίποτα ιδιαίτερο σήμερα από τη μέρα μου μαμά.  Κάτι σπασίματα λεπτών στο γραφείο, κάτι αδιάφορα βλέμματα ανθρώπων στο δρόμο μου και που και που έσκαγε και μια μυρωδιά από καμένη καραμέλα στην ατμόσφαιρα.  Σου αρέσει η μυρωδιά της καραμέλας;»
Τα ματάκια γύρισαν και την κοίταξαν.  Άκουσε την κατάλληλη λέξη «καραμέλα».  Παιδί κατοχής, της είχε μείνει η γεύση.  Η μυρωδιά που ερχόταν από το παράθυρο,  αλλά που δεν γευόταν κανένα παιδί στον τότε καιρό της Κατοχής.  Μια φορά, ένας στρατιώτης γερμανός, που πέρασε από μπροστά από το σπίτι τους, κάτω στον Πειραιά κοντά στο λιμάνι και  ζήτησε νερό από τη μάνα της, της πρόσφερε μια καραμέλα, αλλά εκείνη πολύ μικρούλα και τρομοκρατημένη δεν την πήρε.  Μάλλον εκείνη την καραμέλα πρέπει να θυμήθηκε.
«Λοιπόν, αν φας όλο το φαγητό σου το βράδυ θα σου δώσω merenda.  Αν φας, καραμέλα  θα σπάσουμε τα δοντάκια».  Ποια δοντάκια …τα ελάχιστα που τις είχαν απομείνει.
Δεν της άρεσε η αντικατάσταση της λιχουδιάς. Την καραμέλα ήθελε εκείνη και γύρισε τα μάτια στο κενό της και οι γροθιές σφιχτές σαν να κρατούσαν πολύτιμο θησαυρό.
Πονούσε η μέση της και η κούραση βελόνες έμπηζε στο σώμα της.  Πονούσε πολύ αλλά πιο πολύ μέσα της.  Είδε το πιάτο που κρατούσε στα χέρια της και μονολόγησε «δεν έφαγε σχεδόν τίποτα πάλι».
Δεν απέμεινε τίποτα.  Ούτε φως, ούτε σκοτάδι. Μια ευθεία διαδρομή χωρίς εναλλαγή στα χρώματα.  Ούτε σκιές υπήρχαν, ούτε καν αυτές  κρατούσαν παρέα.  Μόνο η σιωπή μέσα στο σπίτι απλωνόταν σαν δίχτυ αράχνης που σκέπαζε κάθε ήχο απ΄ έξω. 
Ήρθε η νύχτα.  Συνεπής στην ώρα της, συνεπής και εκείνη για το βραδινό της μητέρας της «της μικρής» όπως την αποκαλούσε στους φίλους της. Ήταν η μικρή της. 
«Θα το φάμε όλο τώρα εντάξει;  αλλιώς σοκολάτα δεν έχει». Τα ματάκια σαν μικρά αναμμένα καρβουνάκια την κοίταξαν χαμογελαστά.  Έλαμπαν από την προσμονή της γεύσης του γλυκού εδέσματος. Τι όμορφη εικόνα αυτά τα χαμογελαστά ματάκια γεμάτο έκφραση, πόσο τις έλειπαν.  Ήταν μπουκιά οξυγόνου να την βλέπει να μιλά έστω με το βλέμμα της. Να βλέπει να χαράζει μια αμυδρή έκφραση, μια σύσπαση ρυτίδας στο προσωπάκι της.  Να την βλέπει να νοιώθει.
Έφαγε 5 κουταλιές κρεατόσουπας όλο κι όλο και μετά σφάλισε το στόμα.  Δεν υπήρχε άλλη επιλογή παρά να της δοθεί η κουταλιά με την merenda
Η νοστιμιά της κουταλιάς την έκανε ευτυχισμένη μέσα στο λήθαργο της αρρώστιας της.  Κάθε κύτταρο στο κουρασμένο σώμα της ζωντάνεψε από τη λιχουδιά αυτή.  Γύρισε το βλέμμα της, που άλλοτε απλανές μαστίγωνε την καρδιά του παιδιού της, που ήξερε ότι ο καιρός πλησιάζει να την πάρει, και ήταν ένα βλέμμα ευτυχισμένο και με ευγνωμοσύνη.  Η μια γροθιά σηκώθηκε. Άνοιξε η παλάμη σαν λουλούδι που θέλει να το ακουμπήσει η στοργή του ήλιου και άγγιξε το πρόσωπο του παιδιού της.
-καραμέλα;  ψέλλισε ανέλπιστα
-Ναι καραμέλα καλό μου, κοιμήσου τώρα.

Δεν απέμεινε τίποτα.  Ούτε φως, ούτε σκοτάδι.  Μια ευθεία διαδρομή χωρίς επιστροφή πορείας.  Ούτε σκιές υπήρχαν.  Έκλεισε το φως του δωματίου της και ο πόνος στο σώμα, εκεί, επίμονα να την χτυπάει παντού.  Δεν την ένοιαζε όμως.  Ήταν ευτυχισμένη που έστω για μια στιγμή νίκησε το λήθαργο της μάνας της. Μια στιγμή νίκης.  Ναι για μια στιγμή νίκησε το θάνατο, αυτό της έδωσε κουράγιο για ό,τι θα επακολουθούσε….

Το φως έκλεισε και το σκοτάδι κλείδωσε τις σκιές κοντά της.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου