Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015



Χθες γύρισα σπίτι αργάμιση από τη δουλειά. Η ζέστη τρυπούσε τα κόκαλά μου και με αφυδάτωνε μέχρι και στο μεδούλι μου. Έφαγα κάτι πρόχειρο. Τελευταία όλα πρόχειρα τα κάνω, εκτός των υποχρεώσεων που πρέπει να αποδώσω τα μέγιστα. Για να είμαι ειλικρινής, ό,τι αφορά στη ζωή μου πρόχειρα τροχοδρομούνται όλα πάνω σε ράγες τρένου. Λοιπόν, πολύ κουρασμένη και καταβεβλημένη με το που γύρισα χώθηκα στο παγωμένο νερό και ξέπλυνα την άπνοια από πάνω μου, από μέσα μου...... Σε κάτι τέτοιες στιγμές δεν θυμάμαι πολλά από το παρελθόν παρά το πλαστικό κουκλάκι που έχω δίπλα στην μπανιέρα και όλο του χαμογελώ και όλο αναπολώ εκείνα τα χρόνια της απέραντης στοργής στα χέρια της βρεφικής ζωής μου.
Έπεσα για ύπνο στις 7:30 το απόγευμα, νεκρωμένη εντελώς. Όλα σκοτεινά στο σπίτι και έτσι ήθελα..... Σαν μια σκοτεινή αίθουσα κινηματογράφου που περιμένω να δω μια ταινία.
Και εκεί που προγραμματίζω το story, αρχίζει η διαδρομή του υποσυνειδήτου να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Κάπου μέσα σε όλα αυτά τα ονειρικά ήρθε εκείνη. Ήμουν σε κάτι στενά του Πειραιά, στην παλιά γειτονιά και εκείνη προχωρούσε μπροστά μου. Ήταν γύρω στα 30. Όμορφη και με απλό, λιτό ντύσιμο αλλά με αύρα μια εκλεπτυσμένης νεαρής γυναίκας. Την αναγνώρισα αμέσως. Ήταν η μητέρα μου. Την φώναξα. Δεν γυρνούσε και τότε έτρεξα και την έπιασα από τον ώμο. Γύρισε αλλά όχι ξαφνιασμένα. Θύμωσα. "Γιατί δεν μου απαντάς;" Δεν μιλούσε απλά χαμογελούσε γλυκά. Ο θυμός μου φούντωνε...και συνέχιζα εκνευρισμένη "που πας με την κυρία;". Ξαφνικά φύσηξε ένας δυνατός αέρας και μου άρπαξε το χρωματιστό μου φουλάρι. Αποσπάστηκε η προσοχή μου και έκανα να το γραπώσω. Γυρνώντας ξανά να της μιλήσω .....είχε φύγει μέσα σε μια ομίχλη και η φωνή της σκέπασε το πρόσωπό μου σαν δροσιά στο πυρετώδες μου όνειρο.
"μη φοβάσαι τίποτα"

Ξύπνησα στις 5:30 τα χαράματα στο ίδιο σκοτεινό σημείο της ζωής μου.



Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Απλωνόταν επάνω του σαν χυδαίο κύμα που γλείφει ένα μοναχικό βράχο.
και εκείνος την έπινε συνέχεια άνυδρος καθώς ήταν από στοργή.



photo Helmut Newton 

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Τα φώτα χαμηλώνουν στην ζωή μου. Κάθε μέρα όλο και πιο πολύ η πόλη ξεθωριάζει. Οι άνθρωποι της. Φωνές ακούγονται σαν στοιχειωμένες πνοές. Βρυχάται μια σελήνη κόκκινη στη νύχτα. Ακούω μια μουσική και είναι λυπημένες οι νότες της. Περίεργο, είδα όλη μου την ψυχή στα στόματα των ανθρώπων. Ξέσκιζαν το δέρμα της και ούρλιαζαν φόβο.
και μετά.....
Περίεργο πως οι άνθρωποι, σε ντύνουν αταίριαστα κουρέλια. Σαν αρλεκίνο να παρουσιαστώ σε έναν αόρατο Βασιλιά. Δεν υποσχέθηκα άγγιγμα στα βλέφαρά τους. Δεν τους πότισα γλυκό κόκκινο κρασί θυσιών. Δεν χόρεψα στις τελετές τους, δεν είδα το όνειρό τους. Πως ξεθωριάζουν έτσι οι άνθρωποι στην πόλη της Ατλαντίδας.
Τα φώτα χαμηλώνουν στη ζωή μου. Κάθε στιγμή μου γίνεται μικροσκοπική και εύθραυστη στην παλάμη μου. Κοιμούνται τα πάντα και εγώ άγρυπνη να περιμένω εκείνο το ξημέρωμα που όλα έγιναν τεράστια μέσα μου. Οι στιγμές, ο έρωτας, τα δέντρα, η ελπίδα, οι ηλιαχτίδες. Περίεργο πως οι άνθρωποι τα εκμηδενίζουν όλα σε μια στροφή του δρόμου τους. Πως ζητούν να είσαι αυτό που νομίζουν ή αυτό που θα καταλάβουν. Ράβομαι στα μέτρα τους και στα σταθμά τους και τα πάω πολύ καλά στη μοδιστρική. Ψέματα! Γεμάτη ραφές άτσαλες και κουμπότρυπες και κλωστές πολύχρωμες. Είναι πολλές οι παραγγελίες και έχω μια Ολότητα. Ένα άθροισμα θροϊσμάτων σκέψεις και παλμών και η ψυχή μου μια μονοσήμαντη διμελής σχέση.....μια συνάρτηση που κυνηγά ένα άγνωστο Χ.
Βρυχάται η πόλη μου και η θάλασσα με περιμένει. Μόνη και εκείνη να πίνει άβυσσο και άστρα. "Έλα σε μένα....", με καλεί. "Έλα και όλα θα γίνουν πάλι τεράστια και οι στιγμές σου". Είμαι ζωή και θάνατος μαζί.
Πέφτει το φως της Πολιτείας μου και βρυχάται ένα ορφανό θηρίο σε μια κρυμμένη γωνιά της ψυχής μου.


Είμαι η ζωή και ο θάνατος [μου] μαζί και όχι αυτός της σάρκας μου....

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Και ο έρωτας ; τον ρώτησε ....
την κοίταξε στα χείλια της....κατακόκκινα και λαβωμένα από το δάγκωμά του
για εκείνον, ο έρωτας ήταν σάρκα....
ποτέ δεν ακούμπησε καρδιά
ή ίσως, κάποτε, σε ένα μεθυσμένο ταξίδι της νιότης του.
που ναυάγησε και ξεσκισμένος από αξιοπρέπεια σύρθηκε στον κόλπο
μιας άγνωστης ζωής.
από τότε, λιμάνια με πόρνες γέμισαν οι μνήμες του.
σχήματα ερωτικά, χάδια σαρκικά και ανώνυμα
ω ! τι λύτρωση η λήθη.
ο πληρωμένος έρωτας ήταν καθαρός, χωρίς αποστράγγισμα
μεθύσι η ζωή του αλλά και μαχαιριές
ο πόνος είναι καθαρό πράγμα για αυτό αφήνει σημάδια
Τον κοίταξε στα μάτια και τον ξαναρωτά ....
και ο έρωτας ;
δεν της απαντούσε......πως να το έκανε
τι να της έλεγε; ότι εκείνη ήταν εκεί και έπρεπε
να της σκοτώσει την καρδιά;
ότι από τότε που έχασε εκείνο το ταξίδι.....
ο έρωτας ήταν πόνος
και αυτόν έδινε στις ερωμένες του που είτε πλήρωνε,
είτε τις εξαργύρωνε με το όνομά του.
η εξουσία ήταν το όπλο του και η παγίδα του, αλλά...
εκείνη.....
ήταν η ερώτηση!
και καμία ύπαρξη δεν τον είχε ρωτήσει.
για το έγκλημα.