Μάκραιναν οι μέρες μακριά, χωρίς είδησή του. Μάκραιναν και οι νύχτες χωρίς την ανάσα του.
Καθόταν πολλές φορές στην άκρη μιας παρατημένης προβλήτας
εκεί καθισμένη σε μια σκουριασμένη μπίντα στον ντόκο που έδεναν τα παλιά αγκυροβόλια. Πλοία πια δεν ακουμπούσαν το σώμα της προβλήτας. Ήταν πια μόνη. Μόνη σε μια ξεχασμένη προσδοκία να έρθει από τη
θάλασσα η συντροφιά του. Η θάλασσα και
εκείνη πάλι, όπως και η προβλήτα λατρεύτηκαν από ταξιδευτές.
Άκουγε το κύμα να παφλάζει στις ρίζες της και να ριγεί η καρδιά της από λύπη και μια γλυκιά θύμηση ενός
παιδικού μύθου.
Ερωτευμένα ζευγάρια πιο πέρα, με σφιχτές παλάμες να
κρατιούνται, σώπαιναν στο τραγούδι του βυθού της και ο άνεμος, αχ αυτός ο απαλός
αλμυρός άνεμος ανακάτευε τα φιλιά τους με τη μοίρα. Ένας ψαράς πιο πέρα έριχνε το αγκίστρι του
για να πιάσει όχι ψαράκια αλλά τα μυστικά της.
Όλα σιωπηλά ήταν γύρω της.
Ο ήλιος βυθιζόταν στην αγκαλιά της και από την ένωση αυτή έβγαινε ένα
μενεξεδένιο δειλινό, που όλα έχαναν γύρω της την αληθινή υπόστασή τους και
έγιναν παραμύθι.
Ήρθε και η νύχτα και ακόμα στεκόταν εκείνη σ΄ αυτήν την προβλήτα. Τα φώτα των πλοίων στο
βάθος του άγνωστου ορίζοντα έμοιαζαν σαν μικρά φαναράκια ενός δρόμου που
τράβηξαν τα χελιδόνια. Μάκραιναν οι
στιγμές και οι παλμοί της. Όλα
φαινόντουσαν σαν ένα σταμάτημα χρόνου και αυτό το αλμυρό αεράκι, εκπνοή της θάλασσας
μπέρδευε τις μνήμες και τις λέξεις που ταξίδευαν πάνω σε άγραφα κορμιά χαρτιού….
Πάνω σε μια ξεχασμένη προβλήτα από αγκυροβόλια ζωής,
στεκόταν με τις ώρες και περίμενε να ζωντανέψει το παραμύθι τους. Πολλές φορές την άγγιζε το δειλινό σαν ένα
παιδί που ήθελε να παίξει μαζί του και να την κάνει να ξεχάσει πως εκείνος δεν
θα έρθει. Κάποιες φορές το κατάφερνε, μάλιστα
χαμογελούσε στο παιδί του ορίζοντα.
Χανόταν στο δειλινό της και το αλμυρό, αχ αυτό το απαλό αλμυρό αεράκι της
θάλασσα την έκανε να ανασαίνει το άρωμα της αγάπης της.
~Η προσμονή.~
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου