[Πιπίνα]
Ή Πιπίνα είχε αστείο όνομα και κοντό σώμα.
Ήταν ομορφοάσχημη. Ένα παπί που χωρίς καθρέφτη ήταν κύκνος, με καθρέφτη όμως ...
Με καθρέφτη ήταν πάντα, να είναι αυτό που ήθελε ο εκάστοτε έρωτας.
Στολιζόταν η Πιπίνα λοιπόν με τα ωχρά μάγουλα.
Έναν χειμώνα ο έρωτας, ο εκάστοτε, την ήθελε γεματούλα. Έτρωγε η Πιπίνα για να στρογγυλεύουν οι αιχμηρές γωνίες του μυαλού της.
Άλλοτε πάλι, ο δείνα έρωτας την ήθελε αδύνατη και ψηλή σαν το λαιμό στρουθοκαμήλας. Ντυνόταν λοιπόν η Πιπίνα στον καθρέφτη της, ταϊσμένη με νερό και χόρτα, αδύνατη ....άντε όσο μπορούσε... και ανεβασμένη στα ιλιγγιώδη τακούνια της.
Τακούνια, μεγάλη ιστορία τα τακούνια.
Δεν ήταν η επιδέξια ισορροπία στο λίκνισμα της θηλυκής υπόστασης, δεν ήταν το θέμα στο ερωτικό κάλεσμα της λεκάνης.
Όχι, ήταν η ανισορροπία του μέτρου ψευδοανύψωσης με το σκελετό της.
Η Πιπίνα Ψήλωνε, φάρδαινε, έμπαινε σε νούμερα και σε καλούπια. Μιλούσε λίγο, μιλούσε πολύ, αναλόγως τον έρωτα.
Τεντωνόταν στις άκρες της ζωής της, λες και τεντωνόταν να δει έναν γκρεμό.
Και ο εκάστοτε έρωτας την άνοιγε και την έκλεινε σαν να έπαιζαν ακορντεόν, κάθε φορά άλλο τραγούδι, άλλο τραγούδι με ίδιους στίχους
Έτσι, η Πιπίνα στον καθρέφτη ήταν μια άλλη.
Μια μέρα με βροχή, μπερδεύτηκε η εικόνα στον καθρέφτη.
Βάζει ένα τακούνι ψηλό και αφήνει γυμνό το άλλο.
Δεν ήξερε ποιο μπόι να βάλει. Ποια γυναίκα να είναι.
Μπερδεύτηκε η Πιπίνα.
Να ντυθεί χειμώνας;. Να ντυθεί Άνοιξη; Καλοκαίρι, Φθινόπωρο;
Υπήρχε άλλη εποχή να γίνει; Η γυναίκα του κάθε έρωτα.
Δάκρυσε η Πιπίνα. Ήταν άσχημη έλεγε ο καθρέφτης.
Ω ναι ήταν άσχημη.
Και σπάει τον καθρέφτη της.
Μικρά κομματάκια ραγισμένα έδειχναν το ένα τη μύτη, το άλλο πόδι, το άλλο το χέρι.
Όλες οι γυναίκες που έγινε η Πιπίνα την κοιτούσαν κατάματα.
Κομμάτι, κομμάτι διαλυμένη στην απόκοσμη ησυχία του δωματίου της, η φωνή της άνοιξε διάπλατα το στέρνο της και βγαίνοντας με ορμή νερού που σπάει φράκτη, φώναξε:
Είμαι η Πιπίνα!.
© Στ. Θ.