Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Αιλήν, ο κύκνος της χαμένης πόλης.

Ένας θηλυκός κύκνος ερωτεύτηκε έναν αετό.
Τον έβλεπε να πετά πάνω από τα συντρίμμια μιας χαμένης πόλης.
Εκείνη ζούσε σε μια λίμνη γεμάτη νούφαρα, μόνη σε μια απέραντη ηρεμία θανάτου.
Ο αέρας πότε σκληρός και πότε σαν χάδι πάνω της, έχτιζε έναν αόρατο φράχτη που την ξέκοβε από την αναχώρησή της.
Ήθελε άραγε να φύγει ;
Ο αετός κυνηγούσε τα απομεινάρια της εγκατάλειψης στο τοπίο.
Την έβλεπε και εκείνος, όταν  κατέβαινε με ταχύτητα να επιτεθεί.
Ο κύκνος τέντωνε τον λαιμό για να τη δει. Ήθελε να τη δει, όσο και αν ήταν επικίνδυνο να της επιτεθεί.
Μια μέρα ήρθε καταιγίδα στο τοπίο. Άγρια θύελλα που ξέσκιζε τις σάρκες των δέντρων και ούρλιαζε ο άνεμος στα συντρίμμια. Αστραπές γαλαζοπράσινες έπεφταν σαν λεπίδες κοντά στον κύκνο που βύθιζε το κεφάλι του μέσα στα λευκά φτερά του. Ήξερε ότι μπορεί να μην σωθεί. ´Οτι ερχόταν το τέλος. ´Οτι η αναχώρηση ήταν αυτή και ποτέ ένα ταξίδι μακριά από τα συντρίμμια της πόλης.
Σκεφτόταν, ότι ίσως, έτσι αξίζει στους δειλούς. Ένα τέτοιο αναπόφευκτο τέλος.
Όμως ένιωσε ξαφνικά το αίμα της να καίει και να ρέει μια σταγόνα στο λαιμό της. Ένιωσε το σώμα της να αιωρείται πάνω από τη λίμνη και να υψώνεται όλο και περισσότερο. Ήταν γραπωμένη από τα νύχια του αετού.

Ξημέρωσε ένας δυνατός ήλιος που την χάιδευε σαν νεογνό που έβλεπε τη ζωή.
Ήταν σε μια μεγάλη φωλιά πάνω ψηλά σε έναν απόκρημνο βράχο. Δίπλα της ήταν ο αετός. Δεν την κατασπάραξε, αντίθετα είχε απλώσει τα μεγάλα δυνατά φτερά του και τη σκέπαζε.
Και εκείνη ήρεμα καθόταν κοντά του, στη ζεστασιά αυτή.
Στην ερημιά εκείνη ήταν μόνοι, ανεξήγητα αποφασισμένοι να μην φύγουν ο ένας μακριά από τον άλλον και ας ήταν το τέλος.
Μέχρι ο θάνατος να τους χωρίσει.

Αιλήν, ο κύκνος της χαμένης πόλης.

©️Στ. Θ.